ΓΝΩΡΙΜΙΑ

861 24 3
                                    

ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 1966

Η Ελένη μπήκε στο σπίτι, κρατώντας γερά ένα ταψί γεμάτο κουραμπιέδες. Η Βιολέτα που τη βοηθούσε και έπλαθε, καθισμένη στο τραπέζι, την κοίταξε στραβά. <<Σα πολλούς δεν κάναμε;>> ρώτησε ανήσυχα. <<Μια χαρά είναι. Να φάνε όσα τραβάει η ψυχή τους. Περνάει τόσος κόσμος από το σχολείο, να δει τη γιορτή, για να πει «καλά Χριστούγεννα». Να μην έχουμε να τους κεράσουμε;>> απάντησε αδιάφορα, καθώς σκούπιζε τον ιδρώμα της με ένα μαντήλι. <<Ότι πεις εσύ Λενιώ μου>>, <<Βρε Βιολέτα... Χίλια ευχαριστώ για τη βοήθεια. Δεν έπρεπε να μπεις όμως σε τόσο κόπο>>. Η γυναίκα γέλασε νευρικά. <<Μμμμ χαρά στο πράγμα. Περισσότερο καλοπέραση είναι, που έχουμε πιάσει πόσες ώρες το κουβεντολόι. Καιρό είχαμε...>> σχολίασε κι έφαγε ένα κουραμπιέ, πριν ρίξουν την άχνη ζάχαρη. <<Ωραίοι βγήκαν! Κακώς όμως μπήκες σε τόσο κόπο. Δεν σε παρεξηγεί κανείς>>. Η Ελένη την κοίταξε αυστηρά. <<Ε όχι δα. Να λέει το χωριό, πως είμαι καμία τεμπέλα!>> σχολίασε κι η Βιολέτα έπνιξε ένα γέλιο. <<Άργησε ο Λάμπρος....>>, <<Ανησυχείς;>> έκανε αδιάφορα η καφεντζού. <<Μπα... ΤΙ να ανησυχώ...>>, <<Τι δώρο θα σου κάνει για τα Χριστούγεννα;>>, <<Πού να ξέρω; Δεν με ρωτά...>>, <<Εσύ; Τι θα του κάνεις;>>, <<Κανένα βιβλίο; Θα κατέβω στην αγορά από βδομάδα>> απάντησε λυπημένα. <<Τι έπαθες καλέ; Λες να μη βρεις δώρο;>>. Η Ελένη έτριψε τα χέρια της και χαμήλωσε το βλέμμα. <<Άλλο δώρο θα ήθελα να του κάνω εγώ, τέτοιες μέρες... Μα δεν με αξίωσε ο Θεός....>>. Η Βιολέτα αναστέναξε. <<Σταμάτα να το σκέφτεσαι και θα έρθει. Μωρή... πλαγιάζετε με το δάσκαλο ή το έχεις ρίξει μόνο στις προσευχές;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα για να της φτιάξει το κέφι. <<Τα ρωτάνε αυτά βρε Βιολέτα... Ως κι οι αδελφές μου, έφυγαν από το σπίτι, για να μας αφήσουν μοναχούς μας. Όλο ανάσκελα είμαι, πόσο πια... Ντρέπομαι και που στα λέω...>>, <<Γιατί; Άντε καλέ. Εμείς τα λέμε όλα...>>. Η Λενιώ αναστέναξε μελαγχολικά. <<Καμιά φορά σκέφτομαι....>>, <<Τι;>>, <<Είναι λάθος το ξέρω αλλά....>>, <<Τι μάτια μου; Πες το σε μένα>>, <<Αν δεν με είχαν πετσοκόψει τότε, μες τη φυλακή, τώρα...>> πήγε να πει η γυναίκα, μα σταμάτησε. Η Βιολέτα την κοίταξε αυστηρά. <<Τώρα τι, Ελένη; Τώρα θα είχες παιδί με ένα κάθαρμα;>>, <<Ο Λάμπρος, θα το μεγάλωνε. Και θα κάναμε κι άλλα. Εκείνος θα ήταν ο πατέρας του...>>, <<Ο Λάμπρος θα μεγάλωνε το παιδί ενός βιαστή; Τι λόγια είναι αυτά; Κι εσύ; Θα έβλεπες το παιδι σου και θα θυμώσουν κάθε μέρα, τι πέρασες και πως ήρθε στον κόσμο; Μη λες ανοησίες, σοβαρή γυναίκα!>>, <<Σε σένα το πα. Σε άλλον δεν τολμώ. Μα το σκέφτομαι καμία φορά... Τι κι αν δεν είναι δικό σου το παιδί;>>, <<Άλλο να μην είναι δικός σου, κι άλλο να είναι δικός σου κι ενός καθάρματος! Καλύτερα να υιοθετήσετε ένα ορφανό που θα σας λογαριάζει για γονείς, παρά να φορτωνόσουν το παιδί του Βόσκαρη!>>. Η Λενιώ δαγκώθηκε νευρικά. <<Κι αυτό το σκέφτηκα, μα... Παιδί σε μια φόνισσα, ποιος θα έδινε; Κανείς. Για αυτό άστο...>>. Συνέχισαν να πλάθουν αμίλητες για μερικές στιγμές, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Λάμπρος στο σπίτι, που τις κοίταξε παραξενευμένος. <<Ακόμα κάνετε κουραμπιέδες;>>. Η Ελένη έγνεψε θετικά. <<Τελειώνουμε...>>, <<Δεν έπρεπε να κουραστείτε τόσο, αν είναι δυνατόν. Έφτανε ένα ταψί. Μα όλο το χωριό θα ταΐσουμε;>> πέταξε κι έκατσε στο τραπέζι, να φάει έναν από τους έτοιμους. <<Δεν πειράζει. Χαμένα δεν θα πάνε...>> σχολίασε η γυναίκα και σκούπισε τον ιδρώτα της. Η Βιολέτα του χαμογέλασε και σηκώθηκε από την καρέκλα της. <<Να πηγαίνω κι εγώ, μιας και τελειώσαμε σχεδόν...>>. Η Ελένη την αγκάλιασε. <<Αχ βρε Βιολέτα μου, πόσο σε ευχαριστώ!>>, <<Μην το ξαναπείς, θα θυμώσω. Μια χαρά τα περάσαμε, δεν χρειάζονται ευχαριστώ>>. Ο Λάμπρος της χάιδεψε το μπράτσο. <<Να σε πάω ως το σπίτι;>> της πρότεινε καλόκαρδα. <<Να κάτσεις να ξεκουραστείς, δεν έχω ανάγκη. Άντε, θα τα πούμε το πρωί>>. Η γυναίκα έφυγε από το σπίτι και το ζευγάρι έμεινε μόνο. Ο Λάμπρος την αγκάλιασε από τη μέση και άφησε ένα φιλί στο λαιμό της. <<Τι έχεις καρδιά μου; Σα στεναχωρημένη φαίνεσαι. Έγινε κάτι;>>. Εκείνη τον κοίταξε λυπημένα. <<Όχι δα. Τι να γίνει; Κουράστικα κομμάτι με τα γλυκά>>, <<Μα κάνατε ένα σωρό, δεν υπήρχε λόγος. Τέλος πάντων... Σίγουρα δεν συμβαίνει τίποτε άλλο, ε;>>. Η Ελένη χαμογέλασε. <<Ναι... Σίγουρα...>>.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα