ΔΥΟ ΔΩΡΑ

1K 22 1
                                    

<<Τετραπέρατη είναι η άτιμη, τον ψύλλο καλιγώνει. Και έξυπνη, απαπά. Για την ηλικία της κι όλας. Μου το λέει και η διευθύντρια της, μια χρυσή κοπέλα, η Ειρήνη...>> με μία ανάσα και γεμάτη ενθουσιασμό, μιλούσε η Λενιώ στις αδελφές της για την μικρή Ευγενία. Ήταν Κυριακή απόγευμα και οι τρεις τους απολάμβαναν τον καφέ τους, μετά το φαγητό στο σπίτι των κοριτσιών. Ο Λάμπρος είχε πάει τον Σέργιο βόλτα, με τον αγαπημένο του Ασπρούλη και οι Σταμίραινες έμειναν μόνες. Αφορμή ζητούσε η Ελένη να μιλήσει για το κορίτσι της σε εκείνες, μιας και όταν ήταν μπροστά ο Λάμπρος, απέφευγε να εκδηλώνεται τόσο πολύ. Ο άντρας της ήταν αρνητικός στις τόσο συχνές επισκέψεις, θεωρώντας ότι το παιδί δεν πρέπει να δένεται μαζί τους και ο μόνος λόγος που δέχτηκε να πηγαίνουν μαζί στο ίδρυμα, ήταν για να μην κακοκαρδίσει και χαλάσει το χατίρι της Λενιώς του. Ήταν η τρίτη Κυριακή στη σειρά που επισκέπτονταν μαζί το δημοτικό ορφανοτροφείο και η μικρή έδειχνε κάθε φορά όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Η Ελένη φυσικά επισκεπτόταν το παιδί και μεσοβδόμαδα, κρυφά από τον δάσκαλο, που γνώριζε αυτές τις επισκέψεις όμως δεν ήθελε να έρθει σε κόντρα μαζί της, οπότε παρίστανε πως δεν το ήξερε. Και παρότι ο Λάμπρος ήθελε να κρατήσει τις τυπικές αποστάσεις, το κορίτσι τον λάτρευε όπως και εκείνη. Έτρεχε κόντα του και σήκωνε ψηλά τα χεράκια της για να την πάρει στην αγκαλιά του κι εκείνη να τυλιχτεί στον λαιμό του, αποζητώντας ασφάλεια. Τους χάζευε η Λενιώ και πολλές φορές ένιωθε έναν κόμπο στο στομάχι, μα δεν ήθελε να δείξει τα συναισθήματα της γιατί φοβόταν μήπως ο Λάμπρος αρχίσει πάλι να της λέει πόσο λάθος είναι αυτό που κάνουν. <<Θέλουμε κι εμείς να γνωρίσουμε το κοριτσάκι>> είπε η Δρόσω και κοίταξε την Ασημίνα. <<Ναι ναι φυσικά. Ίσως και την επόμενη ή την μεθεπόμενη εβδομάδα, έρθουμε μαζί σας>> συμπλήρωσε και η Ελένη τις έπιασε από το χέρι και χαμογέλασε γλυκά. Η πόρτα άνοιξε και ο Σέργιος μπήκε μέσα τρέχοντας ενώ ο δάσκαλος τον ακολουθούσε χαμογελαστός. <<Μαμά, εγώ οδήγησα τον Ασπρούλη. Εγώ κρατούσα το χαλινάρι. Ο θείος δεν έκανε τίποτα, μόνος μου τα έκανα όλα>> φώναξε και οι τρεις αδελφές έδειξαν ενθουσιασμένες. <<Μα μόνος σου; Τα κατάφερες; Αποκλείεται>> είπε η Δρόσω. <<Πες θείε Λάμπρο, πες τους εσύ>>. Εκείνος στάθηκε πάνω από την Ελένη και της έπιασε τρυφέρα τον ώμο. <<Μοναχός του όλα. Εγώ από εκείνον κρατιόμουν και ήταν καταπληκτικός>> είπε ο άντρας και του έκλεισε το μάτι. <<Λενιώ μου, πάμε σπίτι μας;>>, <<Μα από τώρα; Καθίστε ακόμα λίγο>> διαμαρτυρήθηκε η Ασημίνα. <<Θέλω να περάσουμε να δούμε ένα χωράφι Ασημίνα μου, πριν βραδιάσει. Πάμε κορίτσι μου;>> είπε επίμονα ο δάσκαλος κι η Ελένη σηκώθηκε, χαιρέτησε τις αδελφές της και τον μικρό τους και τον ακολούθησε στην αυλή.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα