ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

1.1K 28 3
                                    


Η Ελένη έβγαλε προσεκτικά, το μπλε φορεματάκι που φορούσαν όλα τα κοριτσάκια στο Δημοτικό Ορφανοτροφείο Λαρίσσης, και τη βοήθησε να φορέσει ένα λουλουδένιο φουστάνι, με μεγάλες άσπρες μαργαρίτες που της είχε αγοράσει από ένα μαγαζί με παιδικά ρούχα στη Λάρισα. <<Μαμά πού είναι ο μπαμπάς;>> ρώτησε με περιέργεια η Ευγενία. <<Μιλάει με την κυρία Ειρήνη. Τώρα έρχεται>> απάντησε, καθώς της κούμπωνε το φερμουάρ. <<Έτοιμη. Κάτσε να σου βάλω τα παπούτσια>>  έκανε η Λενιώ και έσκυψε να της φορέσει τα άσπρα πεδιλάκια, που ήταν ασορτί με το φουστανάκι. Η Ειρήνη με το Λάμπρο μπήκαν στο μεγάλο υπνοδωμάτιο με τα πολλά κρεβάτια. Ο δάσκαλος τους χαμογέλασε πλατιά. <<Έτοιμες;>>. Η Ελένη σηκώθηκε κι άρχισε να μαζεύει τα λιγοστά πράγματα του παιδιού. Η Ειρήνη έκατσε δίπλα στη μικρή. <<Τι είπαμε; Να τα ξαναπούμε; Θα είσαι πολύ καλό παιδί, θα ακούς την Ελένη και το Λάμπρο και όταν γυρίσεις σε δύο εβδομάδες, δεν θα ακούσω ούτε γκρίνια, ούτε κλάματα. Εντάξει;>> τη ρώτησε, μα η μικρή δε σάλεψε. <<Ευγενία, εντάξει; Μήπως να βγάλεις το φουστάνι σου και να πας μέσα με τους υπόλοιπους;>>. Το κοριτσάκι έγνεψε θετικά. <<Εντάξει κυρία Ειρήνη>>, <<Α μπράβο. Έλα τώρα να σε πάρω μια αγκαλιά και να μου προσέχεις το Μπουμπή>> είπε κεφάτα και την έκλεισε μέσα στα χέρια της. Το παιδί ανταποκρίθηκε μουτρωμένα και μόλις την άφησε, κατέβηκε από το κρεβάτι με τον αρκούδο της και τράβηξε το Λάμπρο από το παντελόνι. <<Πάμε;>>, <<Ναι καρδιά μου, πάμε>> της είπε και τη σήκωσε στα χέρια του. Η Ελένη έμεινε πίσω με την Ειρήνη. Της έπιασε τα χέρια με ευγνωμοσύνη. <<Σε ευχαριστώ πολύ>>, <<Μη το συζητάς. Μακάρι να στην άφηνα παραπάνω>>, <<Υπάρχει περίπτωση να... μέχρι...>>. Η Ειρήνη έγνεψε αρνητικά. <<Όχι Λενιώ μου. Από Σεπτέμβρη θα ξεκινήσουν πάλι να εξετάζουν τις αιτήσεις. Μην αγχώνεσαι. Πέρνα καλά με τη μικρή και θα τα δούμε όλα, τον επόμενο μήνα>>. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι καταφατικά και αγκάλιασε διστακτικά τη διευθύντρια. <<Σε ευχαριστώ και πάλι...>> είπε συγκινημένη. <<Πήγαινε, μη σε περιμένει>> της απάντησε η γυναίκα και εκείνη έφυγε χαμογελώντας.

<<Τελειώνετε;>> ρώτησε η Ευγενία ανυπόμονα, κρατώντας τον λευκό αρκούδο της. Ο Κωνσταντής με τον Λάμπρο, έλιωναν κάτω από τον Αυγουστιάτικο ήλιο, προσπαθώντας να φτιάξουν την περιβόητη κούνια που τόσο ήθελε το κορίτσι και ζητούσε μήνες από τον πατέρα της. <<Μαϊμουδάκι, θα τα ακούσεις μου φαίνεται. Δε φτάνει που τρέχω από το πρωί να βρω ξύλο, να το γυαλίσω... Όλο γκρίνια είσαι>> απάντησε παιχνιδιάρικα ο Κωνσταντής και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του. Η Ειρήνη Καψάλη, κράτησε για ακόμα μία φορά τον λόγο της και η μικρή έφτασε στο Διαφάνι, στις αρχές του Αυγούστου για να μείνει στο σπίτι του Λάμπρου και της Λενιώς. Δεύτερη μέρα στο σπίτι και ο δάσκαλος, με τη βοήθεια του Κωνσταντή, πάλευαν να φτιάξουν μια γερή κούνια που κρεμόταν ανάμεσα στη λεύκα της Ελένης και της Ασημίνας. <<Νομίζω είναι έτοιμη, για έλα να τη δοκιμάσεις>> έκανε ο Λάμπρος, ξεφυσώντας ιδρωμένος.  Η μικρή έκατσε χαρούμενη και έδωσε τον αρκούδο στον πατέρα της. <<Με προσοχή, ε; Φρόντισε να πέσεις μαϊμουδάκι>>, <<Δε πέφτω!>> είπε το κορίτσι και άρχισε να κουνά την κούνια πέρα δώθε. <<Άψογη. Να μας πάρουν να φτιάξουμε και την παιδική χαρά του χωριού που έχει υποσχεθεί ο Τόλιας, να βγάλουμε κανένα μεροκάματο>> είπε κεφάτα ο Κωνσταντής και ο δάσκαλος γέλασε νευρικά. <<Μαμάαααα, έλα να δεις! ΕΛΑ!>> τσίριξε χαρούμενα η μικρή καθώς η Ελένη κατέβηκε τις σκάλες, κρατώντας έναν δίσκο. <<Έλα Κωνσταντή να πιεις μια λεμονάδα κρύα, να δροσιστείς, γιατί σας έφαγε το λιοπύρι τόση ώρα>> πρότεινε η Ελένη και την πλησίασαν και οι δύο. <<Σε ευχαριστούμε Κωνσταντή. Μόνος μου δεν θα τα κατάφερνα>> είπε ευγενικά ο Λάμπρος. <<Σώπα μωρέ. Τόσους εργάτες έχουμε, δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια κούνια; Τώρα θα ζητάει κι ο Σπόρος και δεν έχουν και δέντρο οι αδελφές σου>> απάντησε κεφάτα και η Ελένη χαμογέλασε. <<Θα έρθετε να φανταστώ στο πανηγύρι; Να κάνει κέφι κι η τσούπρα με τα άλλα τα πιτσιρίκια>> τους είπε καθώς τελείωνε τη λεμονάδα του. <<Ε ναι, χάνοντα αυτά; Δεν έχουμε κάθε μέρα τέτοιες ευκαιρίες>> πέταξε η Ελένη και ο άντρας της έγνεψε θετικά. <<Τα λέμε τότε λοιπόν>> είπε κι έκανε να φύγει. <<ΠΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΤΟ ΘΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΝΙΑ>> φώναξε η γυναίκα στην Ευγενία που κουνιόταν πάνω κάτω χαρούμενα. <<ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΘΕΙΕ>>, <<ΦΡΟΝΤΙΣΕ ΝΑ ΓΚΡΕΜΟΤΣΑΚΙΣΤΕΙΣ ΟΠΩΣ ΚΟΥΝΙΕΣΑΙ>> πέταξε ο άντρας και πήρε το δρόμο του. Ο Λάμπρος αγκάλιασε τη γυναίκα του από τη μέση και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. <<Σαν να σοβάρεψε αυτός απότομα>> είπε η Ελένη. <<Προχωράει ο κόσμος Λενιώ μου. Δεν είναι πια ο νεαρός που πείραζε τα κορίτσια στο δρόμο. Μεγάλωσε>> απάντησε εκείνος. <<Είδες πώς χάρηκε το παιδί με τη κούνια;>> τον ρώτησε εκείνη. <<Πολύ>>, <<Γέμισε ζωή το σπίτι>> είπε η γυναίκα και τον αγκάλιασε πιο σφιχτά. <<Ναι, η ψυχή μου. Σαν άγγελος είναι>> Ο δάσκαλος της έδωσε ένα γλυκό φιλί και την έκλεισε στην αγκαλιά του. <<Θέλω κι εγώ αγκαλιά!>> ακούστηκε η φωνή της Ευγενίας, που τους είχε δει από μακριά και πλησίασε τη συντροφιά τους. <<Εσύ είσαι μεγάλο ζηλιαρόγατο. Και τώρα είναι η σειρά της μαμάς για αγκαλιά>> είπε περιπαιχτικά ο Λάμπρος, κάνοντας τη μικρή να τον τραβήξει από το παντελόνι. Ο άντρας της σήκωσε ψηλά και άρχισε να την γαργαλάει πειράζοντας της. <<Είσαι εσύ μια ζηλιάρα, πολλή μεγάλη>>, <<Δεν είμαι, δεν είμαι>>, <<Είσαι πάρα πολύ>> έλεγε εκείνος και πέταγε τη μικρή στον αέρα, που τσίριζε χαρούμενα.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα