ΑΠΟΦΑΣΗ

888 28 8
                                    


Η απόσταση από το Διαφάνι μέχρι το Δημοτικό Ορφανοτροφείο Θηλέων Λαρίσσης, ήταν περίπου μισή ώρα με το αυτοκίνητο, μα της Ελένης της φαινόταν αιώνας. Κοιτούσε επίμονα έξω από το παράθυρο και ένιωθε τα λεπτά να περνούν μαρτυρικά. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και ένας κόμπος είχε δεθεί στο στομάχι της. Μάταια ο άντρας προσπαθούσε να ηρεμήσει τη ταραχή της, λέγοντας πως το πιο πιθανόν είναι να μην έχει βγει κάποια απόφαση. Και ο ίδιος ήξερε πως για να ζητάει η διευθύντρια να πάνε από εκεί, κάτι σημαντικό είχε συμβεί. Δεν άντεχε ο Λάμπρος, τη στιγμή της απογοήτευσης. Αν και είχε μήνες προετοιμαστεί για αυτό, δεν ένιωθε έτοιμος να δει τη γυναίκα του να απογοητεύεται για ακόμα μία φορά. Έσφιξε τα δόντια και πάτησε το γκάζι του αυτοκινήτου στην επαρχιακή οδό.

Η Ειρήνη Καψάλη κοίταζε κάθε τόσο από το παράθυρο. Σχεδόν πενήντα λεπτά μετά το τηλεφώνημα της, είδε την κούρσα του Λάμπρου Σεβαστού να παρκάρει μπροστά από το ίδρυμα και σηκώθηκε γρήγορα από τη θέση της. Βγήκε από το γραφείο της και έδωσε εντολή στη Νίκη να τους αφήσει να μπουν και να περιμένουν να επιστρέψει. Εκείνη προχώρησε στο μεγάλο διάδρομο και βγήκε στον κεντρικό κήπο, όπου έπαιζαν τα μικρά κορίτσια. Εντόπισε την Ευγενία, στην αγαπημένη της κούνια, πάντα μαζί με τον λατρεμένο της αρκούδο στο πλάι της. <<Ευγενία, πάμε λίγο στο γραφείο μου. Ήρθαν ο μπαμπάς κι η μαμά>> της είπε εύθυμα και της άπλωσε το χέρι της. Η μικρή πήδηξε από την κούνια μα η γυναίκα τη σταμάτησε πριν τρέξει και της έδωσε το χέρι της για να την οδηγήσει μέσα.

Η Ελένη κουνούσε νευρικά το πόδι της, καθισμένη στην καρέκλα του γραφείου της διευθύντριας με τον άντρα της να την κοιτάζει επίμονα. <<Σταμάτα Λενιώ μου, φτάνει>> της είπε νευρικά. <<Μα να μας εκνευρίσει θέλει; Πού πήγε και μας άφησε να περιμένουμε;>> απάντησε εκείνη και χτύπησε με το χέρι το πόδι της. Η πόρτα άνοιξε και στο γραφείο μπήκε τρέχοντας η μικρή που έτρεξε προς το μέρος της Ελένης. <<Μανούλα, μανούλα>> τσίριξε χαρούμενα και αγκάλιασε την γυναίκα, που ανταπέδωσε την αγκαλιά μουδιασμένα. Έπειτα στράφηκε προς το Λάμπρο και άπλωσε τα χεράκια της για να τη σηκώσει στην αγκαλιά του. <<Τι έγινε Ειρήνη; Έκανε τίποτα η μικρή και μας φώναξες;>> ρώτησε ο δάσκαλος, αφού βόλεψε το κορίτσι στην αγκαλιά του. <<Δεν έκανα τίποτα, είμαι καλό παιδί>> απάντησε με νεύρο η Ευγενία και δίπλωσε τα χέρια μπροστά στο στέρνο της, για να δείξει τον εκνευρισμό της. <<Δεν έκανε κάτι, όχι. Δεν σας φώναξα για αυτό>> είπε η διευθύντρια. <<Κυρία Ειρήνη, θα με αφήσετε να πάω σπίτι με το μπαμπά και τη μαμά μου;>>. Η Ειρήνη χαμογέλασε με απορία. <<Γιατί ρωτάς Ευγενία;>>, <<Γιατί όταν με φωνάζετε στο γραφείο με το μπαμπά και τη μαμά, μου λέτε ότι θα πάω να μείνω μαζί τους και να είμαι καλό παιδί. Και να μην κλαίω όταν γυρίσω>> διαπίστωσε η μικρή και η γυναίκα χαμογέλασε πιο πλατιά. <<Εσύ, μικρή μου δεσποινίς, είσαι το πιο καλό και το πιο έξυπνο παιδί του κόσμου. Ο Λάμπρος και η Ελένη είναι τυχεροί που θα σε έχουν κόρη τους>>. Στο άκουσμα της φράσης η Ελένη χλώμιασε και πετάχτηκε από τη θέση της ενστικτωδώς. Κοίταξε την Ειρήνη, με ένα παγωμένο βλέμμα και τα μάτια της έγιναν υγρά. <<Τι είπες Ειρήνη; ΤΙ ΕΙΠΕΣ;>> τη ρώτησε με έναν τόνο εκνευρισμού. Η διευθύντρια της έδωσε τα χαρτιά, που είχε μέσα ο φάκελος, ανοιγμένα στη τελευταία σελίδα. Η Λενιώ τα πήρε, με χέρι που έτρεμε και διάβασε τις τελευταίες γραμμές.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα