ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ

826 23 14
                                    

ΙΟΥΝΙΟΣ 1980

Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και είδε την Ελένη να κοιμάται, έχοντας χωμένη στην αγκαλιά της την Ευγενία. Χαμογέλασε γλυκά. Την ίδια εικόνα είχε αντικρίσει πριν 13 περίπου χρόνια, την επόμενη μέρα από εκείνη που ανακοίνωσαν στη μικρή πως θα αποκτήσει αδελφάκι κι εκείνη πικραμένη και γεμάτη ανασφάλεια, έφυγε νύχτα από το σπίτι. Πλέον η Ευγενία δεν ήταν το μικρό χαριτωμένο κοριτσάκι που κρυβόταν μέσα στο σακάκι του πατέρα της, μα μία νέα κοπέλα, 17.5 ετών, πανέμορφη σαν άγγελο με τα ξανθά ίσια μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους της και τα μεγάλα γαλάζια μάτια της να σκλαβώνουν όποιον τα κοιτούσε. Φορούσε ένα φαρδύ T-shirt κι ένα κοντό μαύρο κολάν, όπως συνήθιζαν τα κορίτσια της εποχής, και είχε κουρνιάσει στο στήθος της μητέρας της. Τις χάζεψε λίγο να κοιμούνται και παρατήρησε το χοντρό βιβλίο της σύγχρονης ιστορίας που κρατούσε η Ελένη στο χέρι της. Σε αντίθεση με την Ευγενία, η Ελένη δεν είχε αλλάξει καθόλου στο πέρασμα των χρόνων και παρέμενε ίδια, πράγμα που της έλεγαν συχνά και οι συγχωριανοί της. Από την άλλη, στα μάτια του Λάμπρου ήταν πάντα το κορίτσι που ερωτεύτηκε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του και έγινε γυναίκα του και μάνα των παιδιών του. Δεν ήξερε αν το βλέμμα του που έπεφτε πάνω της το προκάλεσε αυτό, μα η γυναίκα ξύπνησε και είδε τον δάσκαλο να στέκεται στη πόρτα. Εκείνος της έγνεψε να κάνει ησυχία και βγήκε από το δωμάτιο, κουνώντας συνωμοτικά το κεφάλι του για να τον ακολουθησει.

Η Ελένη βόλεψε το κορίτσι στα μαξιλάρια, για να μην ξυπνήσει και βγήκε από τη κάμαρη, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. <<Σας πήρε ο ύπνος, ε; Το είχε ανάγκη μάλλον το κορίτσι μας>> πέταξε ο δάσκαλος και εκείνη τον κοίταξε ανήσυχα. <<Πώς να μην το έχει Λάμπρο; Τον τελευταίο καιρό ούτε τρώει, ούτε κοιμάται. Πού θα πάει αυτή η κατάσταση, μου λες;>>. Ο άντρας της έπιασε το χέρι και το έτριψε τρυφερά. <<Εισιτήριες εξετάσεις δίνει Λενιώ μου, λογικό είναι>>, <<Πανελλήνιες>> τον διόρθωσε εκείνη. <<Θυμήθηκαν φέτος να τους αλλάξουν όνομα. Πανελλήνιες έστω. Κι εγώ τότε που έδινα στη παιδαγωγική, ούτε έτρωγα, ούτε κοιμόμουν. Τόσο κόπο έχει κάνει το παιδί, μια εβδομάδα έμεινε. Μη σκας>>. Η Ελένη βγήκε εκτός εαυτού και τον κοίταξε. <<Θα πέσει κάτω Λάμπρο! Τι νόημα έχει να διαβάζει όλη μέρα, αν πάει να δώσει εξετάσεις κι είναι ερείπιο; Πετσί και κόκκαλο είναι και πίνει κι εκείνο το καφέ με τα παγάκια όλη την ώρα, που μια φορά ήπια και έκανα δυο μέρες να κοιμηθώ>>, <<Φραπέ τον λένε>> είπε ο Λάμπρος και έκατσε σε μία καρέκλα. <<Αυτά μας μάραναν! Κι εσύ μια κουβέντα δεν λες, κάθεσαι και την καμαρώνεις!>>. Ο άντρας αναστέναξε. <<Διαβάζει το παιδί Λενιώ μου, να γκρινιάζω όλη μέρα πάνω από το κεφάλι της; Σταμάτα να γίνεσαι υπερβολική. Θα της κάνω μια κουβέντα, να ορίστε. Εμένα άλλο με απασχολεί>> είπε και την κοίταξε προβληματισμένος. <<Τι σε απασχολεί;>>, <<Η μικρή δεν έχει καταλάβει ότι η αδελφή της θα φύγει για σπουδές. Φοβάμαι Ελένη πως δεν θα αντιδράσει καλά όταν μάθει ότι θα λείψει τόσα χρόνια και θα έρχεται αραιά και που>>. Η γυναίκα αναστέναξε και τον κοίταξε με απόγνωση. <<Και τι να κάνουμε λες; Να την κρατήσουμε εδώ, αντί να πάει στο πανεπιστήμιο, για να μη στεναχωρηθεί η μικρή; Να τη βάλω στα χωράφια ή να φτιάχνει τουρσιά;>>. Ο Λάμπρος δαγκώθηκε. <<Μη κάνεις χωρατά Λενιώ μου, δεν είπα να την κρατήσουμε εδώ. Απλώς να προετοιμάσουμε τη μικρή για να μη στεναχωρηθεί>>. Η Ελένη έγνεψε ειρωνικά. <<Φτάνει Λάμπρο μου, φτάνει πια. Μαζί είπαμε να τις μεγαλώσουμε όσο καλύτερα μπορούμε, να μην περάσουν δύσκολα όπως εμείς, να είναι χαρούμενες και ευτυχισμένες αλλά εσυ το έχεις παρακάνει με το χάιδεμα. Επειδή τις φώναζες πριγκίπισσες από μικρές, το έχουν πιστέψει κι όλας και τώρα δεν μπορούμε να τους πούμε κουβέντα, μη και πικραθούν>>. Ο άντρας της έπιασε το χέρι τρυφερά. <<Βρε Λενιώ..>>, <<Μια χαρά θα είναι η μικρή. Εμένα που θα αφήσω το κορίτσι μου, σε ξένη πόλη, με σκέφτεσαι; Η το παιδί μας που θα μείνει μόνο του; Η μικρή έχει τόσο κόσμο εδώ. Ε θα κλάψει κομμάτι που θα την αποχωριστεί, μετά θα παίξει με τις φίλες της και θα της περάσει>>. Ο δάσκαλος χαμογέλασε. <<Όλες σας σκέφτομαι καρδιά μου. Μη μιλάς έτσι>>. Η Ελένη πήγε προς την κουζίνα, ξεφυσώντας. <<Θες ένα καφέ; Καλά ζαλίστηκα με αυτή την ιστορία που διαβάζουν. Αναλαμβάνεις εσύ άμα ξυπνήσει. Εγώ είμαι για χωράφια. Για τα μαθήματα, έχουμε εσένα>> πέταξε νευρικά και βάλθηκε να φτιάχνει τον καφέ. Εκείνος την πλησίασε και την αγκάλιασε στη μέση, αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλο της. <<Ντάξει μάτια μου. Μα εγώ δεν την προετοίμασα; Ε άμα λείπω, της κρατάς το βιβλίο>>, <<Άλλη μία φορά να ακούσω, τους αμυντικούς πολέμους του Ιουστινιανού, θα πάρω φόρα και χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο>>.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα