ΕΝΩΣΗ

1.7K 28 8
                                    

Ο Λάμπρος έστρωσε την γραβάτα του και κοίταξε το είδωλο του στον καθρέφτη της ντουλάπας. Φέτος πρώτη χρονιά, δεν θα γιόρταζαν την γιορτή της Ελένης στο σπίτι τους, όπως πάντα, αλλά στο σπίτι της Δρόσως και του Κωνσταντή. Η μικρότερη Σταμίραινα, μετά από χρόνια και ξεπερνώντας τα προβλήματα, είχε παντρευτεί και πλέον ζούσε μόνιμα με τον άντρα της στη Λάρισα. Λίγο παραδίπλα, είχαν νοικιάσει και ο Νικηφόρος με την Ασημίνα και τον δεκατριάχρονο Σέργιο, οι οποίοι ήταν ξανά μαζί, χωρίς να προχωρήσουν όμως σε γάμο, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για το νέο ζευγάρι. Καθόλου δεν στεναχωρήθηκε η Ελένη που δεν θα γιόρταζε τη γιορτή της, όπως κάθε χρόνο. <<Χαρά στο πράγμα. Μια φορά, να μην τρέχω κι εγώ όλη μέρα. Δε χάθηκε ο κόσμος>> απάντησε στον άντρα της, όταν την ρώτησε αν την πειράζει που δεν θα γίνει το καθιερωμένο τραπέζι.


Κοίταξε το είδωλο του στον καθρέφτη ξανά και αφού βεβαιώθηκε πως η γραβάτα του ήταν ίσια, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς τη παιδική κάμαρη. Δεν μπήκε μέσα, παρά στάθηκε λίγο στη πόρτα και χάζεψε τις γυναίκες της ζωής του. Φορούσαν και οι τρεις, ομοιόμορφα μπορντώ φορέματα. Η Πηνελόπη είχε στείλει ένα μεγάλο τόπι ύφασμα από το Παρίσι και η Ελένη, το πήγε στην Ουρανία για να της φτιάξει φουστάνια για εκείνη και τις κόρες της. Έμεινε και τις χάζεψε για μερικές στιγμές. Η Ευγενία, σχεδόν εννέα χρονών, καθόταν στο κρεβάτι της και προσπαθούσε να κουμπώσει τα καλά της παπούτσια. Είχε τα μαλλιά της αλογοουρά, δεμένα με μία άσπρη κορδέλα. Στο απέναντι κρεβάτι, η Ελένη προσπαθούσε να πιάσει αντίστοιχη κοτσίδα και στην Βαλεντίνη, μα τα μαύρα κατσαρά μαλλιά της, τη δυσκόλευαν. <<Μπαμπούνη μου!>> τσίριξε χαρούμενα η Βαλεντίνη και πήδηξε επί τόπου. <<Κάτσε παιδί μου! Δεν εδεσα ακόμα τα μαλλιά σου>> τη μάλωσε η Ελένη και το κορίτσι έμεινε ακίνητο. <<Έτοιμη>> είπε και το κοριτσάκι έφυγε τρέχοντας και πλησίασε τον πατέρα της, που έσκυψε και την άρπαξε στον αέρα. <<Μπαμπούνη μου, κοίτα! Σ' αλέσει το φουτάνι μου;>> τον ρώτησε τσιριχτά και εκείνος την πέταξε ξανά στον αέρα. <<Πανέμορφη είσαι μελαχρινή μου νεράιδα>> της απάντησε και έγνεψε στην Ευγενία να πάει κοντά του. Τη σήκωσε κι εκείνη με το άλλο χέρι στην αγκαλιά του κι εκείνη τύλιξε τα χεράκια της, γύρω από το λαιμό του. <<Και η ξανθιά μου, σκέτη πριγκίπισσα>> είπε και τις άφησε και τις δύο κάτω. <<Άντε, βάλτε τις ζακέτες σας, πάρτε και το δώρο του θείου και πηγαίντε στο αμάξι. Είναι ανοιχτό>>. Οι μικρές έφυγαν βιαστικά και εκείνος κοίταξε με πάθος τη γυναίκα του και πλησίασε προς το μέρος της. <<Σήμερα γιορτάζει το πιο αγαπημένο μου όνομα>> της είπε και ακούμπησε τα χείλη του στο λαιμό της. Το νέο της άρωμα, δώρο της Ασημίνας για το καλό της ημέρας, τον ζάλισε. <<Του Κωνσταντή;>> τον ρώτησε, γελώντας πονηρά. <<Πού το κατάλαβες;>> συνέχισε από μεριάς του το χωρατό. Εκείνη κρεμάστηκε από το λαιμό του και τον φίλησε τρυφέρα, μα ο άντρας της τη τράβηξε κοντά του και ανταπέδωσε με πάθος.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα