Η ΑΛΗΘΕΙΑ

953 22 0
                                    

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1971

Η Δρόσω έπιασε από το μπράτσο την Ελένη, και ξεκίνησαν να περπατούν προς το καφενείο της Βιολέτας, για να συναντήσουν τον Κωνσταντή που τις περίμενε. Οι κοιλιές τους ήταν αρκετά φουσκωμένες και η Λενιώ βόλεψε το φόρεμα της που την ενοχλούσε στις ραφές. <<Τώρα εσύ, κάνει να οδηγείς;>> ρώτησε με περιεργεια η Δρόσω. <<Γιατί; Τι θα πάθω;>>, <<Κάποτε σε παρακάλαγε ο Λάμπρος, να πιάσεις τιμόνι για να μην κουράζεσαι με τα λεωφορεία και τους ποδαρόδρομους και τώρα μαλώνεις μαζί του γιατί δεν το παρατάς ως να γεννήσεις>>. Η Ελένη σταμάτησε και της έριξε μια αυστηρή ματιά. <<Τότε είχε δίκιο. Τώρα είναι υπερβολικός. Τι θα πάθω; Δε γενναω κι αύριο, έχω τόσο καιρό. Κι οι δουλειές τρέχουν>>, <<Χωρατά μου κάνεις; Στη Λάρισα στα μαγαζιά γυρνούσαμε>>, <<Κι αυτό δουλειά είναι. Τι προτιμούσε; Να πάμε με το λεωφορείο; Μην τον λογαριάζεις τον άντρα μου. Κάνει λες και δεν έχω ξαναγεννήσει>>, <<Μεταξύ μας, δίκιο έχει. Δεν προσέχεις Λενιώ. Στη Βαλεντίνη, πρόσεχες περισσότερο>>, <<Στη Βαλεντίνη από τις ναυτίες, δεν μπορούσα να πάω ως τον κήπο, όχι να κατέβω και στη Λάρισα. Άσε μας μωρέ Δρόσω... Και τα παιδιά μου, ποιος θα τα κοιτάξει; Ο Λάμπρος που τρέχει όλη μέρα; Άλλωστε, δόξα τω Θεώ, καλή εγκυμοσύνη έχω. Να δεις, θα βγει καλόβολο παιδάκι, σαν τον πατέρα του. Γιατί στην ηλικία μου και να μεγαλώνω κανά διαόλι, δεν θα το άντεχα>>. Η Δρόσω γέλασε νευρικά. <<Σταμάτα πια με την ηλικία σου. Αν είναι δυνατόν>>. Η Ελένη την κοίταξε ντροπαλά. <<Ακόμα, δεν έχω καταλάβει πως έγινε τούτο το πράγμα. Και μην αρχίσεις τα χωρατά, τάχα μου πως ένας τρόπος υπάρχει>>, <<ΕΓΩ; Θεός φυλάξοι καλέ. Ντροπή>>, <<Α μπράβο>>, <<Σάματις εμένα περίμενες; Όλο το χωριό λέει πως ο δάσκαλος έχει κρυφά χαρίσματα κι αν δεν του βάλεις όρια, θα σου κάνει και τέταρτο>> συνέχισε να σχολιάζει η Δρόσω και ξέσπασε σε γέλια. Η Ελένη της έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Τι θέλω να μιλάω...>>, <<Έλα μωρέ, σε πειράζω. Πες μου τον καημό σου>>. Η Ελένη ξεφύσηξε, <<Και πέρσι το καλοκαίρι, προσπαθούσα να πιάσω παιδί, να έχει και παρέα η μικρή αλλά τίποτα. Μάλλον έχει δίκιο ο Λάμπρος που λέει ότι ήταν θαύμα απ' το Θεό>>. Η Δρόσω της χαμογέλασε πονηρά. <<Δεν μου το είχες πει πως προσπαθούσατε...>>, <<Ντελάλη θα το έβγαζα;>>, <<Ναι βρε Λενιώ μου αλλά από τη μέρα που παντρευτήκατε, όλο προσπαθείτε να μείνεις έγκυος. Σταμάτα και λίγο την προσπάθεια, θέλει ρέγουλα>> την πείραξε και η Ελένη άνοιξε εκνευρισμένα το βήμα της, αναστενάζοντας. Ο Δούκας Σεβαστός, εμφανίστηκε μπροστά τους και κοίταξε τρυφερά, την κοιλιά της νύφης του. <<Καλησπέρα>> γρύλισε κι οι αδελφές έγνεψαν ψυχρά. <<Πώς πάτε με τις εγκυμοσύνες σας;>>, <<Καλά... Πέρασαν κι οι δύσκολοι μήνες...>> απάντησε η Δρόσω. <<Μπράβο. Παραπάνω κι από αδέλφια θα είναι τα παιδιά, τόσο κοντά που θα γεννηθούν...>>, <<Έτυχε και ήρθαν μαζί>> σχολίασε αδιάφορα η Ελένη. <<Να προσέχετε>> τις συμβούλευσε κι η Ελένη έπνιξε ένα ειρωνικό γέλιο. <<Κι εγώ να προσέχω Δούκα;>>, <<Ναι κι εσύ. Γεννάς Σεβαστούς, Ελένη, θες/δε θες. Εγγόνια του αδελφού μου. Αν βγάλεις και σερνικό, θα πάρει το όνομα του. Χαίρομαι να έρχονται παιδιά, στη φαμίλια μας. Το είχα πει κάποτε και στον άνδρα σου.Μακάρι ο πεθερός σου, να είχε περισσότερο μυαλό, να σου έδινε το δάσκαλο από τότε που έπρεπε και θα είχαμε γλιτώσει πολλά>>. Εκείνη του έριξε μια παγωμένη. <<Τολμάς εσύ, να κατηγορείς το Μιλτιάδη;>>, <<Για αυτό το θέμα, ναι. Του το είχα πει κι αν με είχε ακούσει, θα χόρταινε εγγόνια>>. Η Δρόσω αναστέναξε. <<Αυτά είναι παλιά, Δούκα. Τέλος πάντων. Ευχαριστούμε για τις ευχές. Πάμε Ελένη;>>. Η αδελφή της δεν απάντησε, και την έπιασε ξανά από το μπράτσο.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα