Ο ΚΩΣΤΑΣ

845 21 10
                                    


Ιούλιος 1983

Ξημέρωσε ακόμα μία ζεστή μέρα στο Διαφάνι και η ρουτίνα στο σπίτι, δεν έλεγε να σπάσει. Η Ελένη μαγείρευε και η Ευγενία τη βοηθούσε στις δουλειές, σκουπίζοντας το σαλόνι. <<Δεν θα φύγεις;>> ρώτησε τη μητέρα της με ένα τόνο αγωνίας. <<Ε να τελειώσω το φαί. Θες να φύγω;>> της απάντησε χαμογελώντας πονηρά. <<Τι λες καλέ μαμά; Απλώς, αν μένεις για το φαί, άστο και θα το βγάλω εγώ. Δεν χρειάζεται να κάθεσαι από πάνω>>. Η Λενιώ έκλεισε την κατσαρόλα και έβγαλε τη ποδιά της. <<Σε μισή ώρα, κλείστο. Θα είναι έτοιμο>> της έδωσε οδηγίες και πήγε προς τη κάμαρη των κοριτσιών. <<Άστες μαμά μου, τι της θες;>>. Η γυναίκα την κοίταξε αυστηρά. <<09:30 έχει πάει η ώρα. Τεμπέλες δεν θέλω. Αν είναι να τις έχω να κοιμούνται ως το μεσημέρι, καλύτερα να τις στείλω στο παρασκευαστήριο, να βοηθάνε και στα τουρσιά>>. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο, έκατσε δίπλα στην Βιολέτα, που κοιμόταν και της έδωσε ένα φιλί στο λαιμό. <<Ξύπνα λουλουδάκι μου, έλα. Πέρασε η ώρα>>. Το κορίτσι σήκωσε τα χέρια του και έκλεισε την Ελένη στην αγκαλιά της, που τη φίλησε παιχνιδιάρικα στη μύτη. <<Βαλεντινάκι κι εσύ κόρη μου. Έλα, φτάνει ο ύπνος>>, <<Αμάν μωρέ μαμά, τι μας βασανίζεις καλοκαιριάτικα;>>, <<Σηκωθείτε γιατί δεν θέλω καβγάδες πρωί-πρωί. Η Ευγενία δουλειές κάνει από το πρωί>>, <<Η Ευγενία ξυπνάει με τις κότες, λες και την περιμένει ο νονός να πάνε στο περιβόλι>> απάντησε με ειρωνεία η Βαλεντίνη. <<Λοιπόν φεύγω. Τα λέμε το μεσημέρι>> τους είπε και έφυγε από το σπίτι.

Η Ευγενία κοιτούσε από το παράθυρο, μέχρι να δει τη κούρσα της μητέρας της να απομακρύνεται και έτρεξε κατευθείαν στο τηλέφωνο. <<Καλημέρα κυρία Χαρίκλεια, τι κάνετε;>> ρώτησε ευγενικά. <<Καλά κι εγώ, δόξα τω Θεώ. Ο Κώστας; Είναι εκεί ή έφυγε για τη δουλειά; Τι; Πότε; Όχι δεν μου είπε κάτι. Ε ναι, θα το ξέχασε. Σας ευχαριστώ πολύ. Καλημέρα και πάλι>> είπε και κατέβασε το ακουστικό προβληματισμένη. Από το δωμάτιο, βγήκε η μεσαία αδελφή της, που φορούσε ένα παλιό σορτσάκι κι ένα φαρδύ t-shirt. Δεν ήταν πια το κοριτσάκι με τις μακριές μαύρες μπούκλες. Το κορμί της είχε σχηματιστεί, είχε καμπύλες και το μαλλί της ήταν πιο κοντό και κατσαρό, όπως επίτασσε η μόδα της εποχής. Η σταρένια επιδερμίδα, είχε πάρει ένα σοκολατί χρώμα από τον ήλιο και όσοι την έβλεπαν να κυκλοφορεί στη Λάρισα, πίστευαν πως γύρισε από διακοπές σε κάποιο ελληνικό νησί. <<Τι την πιάνει κάθε πρωί να μας ξυπνάει. Έχει χάρη που με περιμένει ο Νέστορας. Η μικρή ξανακοιμήθηκε, σιγά μη σηκωθεί. Τι έχεις εσύ;>> ρώτησε νυσταγμένα την Ευγενία, που καθόταν στο τραπέζι προβληματισμένη και ούτε άκουγε τι έλεγε. <<Ε; Άσε με και πάω να σκάσω>>, <<Γιατί καλέ πρωί πρωί; Σου λείπει ο Κωστάκης;>>. Η Βαλεντίνη γέλασε μα η αδελφή της, την κοίταξε αυστηρά. <<Πήρα σπίτι του για να μιλήσουμε όπως κάθε μέρα και η μάνα του μου είπε πως έφυγε για τη Θεσσαλονίκη>>, <<Έφυγε; Καλά έτσι; Δεν στο είπε;>>, <<Όχι σου λέω και χτες το απόγευμα μιλήσαμε>>. Η Βαλεντίνη της έπιασε το χέρι τρυφερά. <<Μη πάει το μυαλό σου σε περίεργα πράγματα βρε Τζενάκι. Λες να μην ήξερε πως θα το μάθεις; Κάτι έκτακτο θα έγινε>>, <<Μη μου λες τέτοια, τι έκτακτο; Λες να έπαθε τίποτα ο ξάδελφος του, ο Άγγελος;>>, <<Δεν θα το ήξερε η μάνα του;>>, <<Μπορεί να μην ήθελε να την ανησυχήσει>>, <<Καλά, κακώς σκας. Μόλις φτάσει και βρει τηλέφωνο, θα καλέσει αυτός και θα μας λυθεί η απορία. Βρε Τζενάκι, δεν μου κάνεις έναν καφέ; Έλα, εγώ που σ' αγαπάω>>. Το κορίτσι κούνησε καταφατικά το κεφάλι και η αδελφή της την αγκάλιασε τρυφερά.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα