Η ΝΥΦΗ

932 23 4
                                    

<<Μαμά...>> ψιθύρισε η Βιολέτα και σκούντησέ ελαφριά την Ελένη, που ξύπνησε απότομα. <<Μαμά, κοιμάσαι;>> τη ρώτησε δειλά. <<Αφού με ξύπνησες, τι ρωτάς; Τι ώρα είναι;>>. Η Λενιώ κοίταξε το ρολόι, που έγραφε 05:30. <<Παιδί μου είσαι καλά; Ξέρεις τι ώρα είναι; Τι έπαθες;>> τη ρώτησε ταραγμένα. <<Μαμά... Έχω... Ξέρεις. Λερώθηκα>> της είπε ντροπαλά. <<Τι λερώθηκες; Τι έχεις;>>, <<Έχω... αίμα. Όπως τα κορίτσια>>. Η Ελένη γούρλωσε τα μάτια και ανασηκώθηκε. <<Τι; Αδιαθέτησες;>>. Το κορίτσι κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, κατακόκκινη από ντροπή. <<Πλύθηκες;>>, <<Ναι μαμά. Έβαλα κι από αυτά που έχει η Βαλεντίνη στο ντουλάπι>>. Η γυναίκα της χάιδεψε τα μαλλάκια τρυφερά. <<Πονάς; Πονάει η κοιλίτσα;>>, <<Όχι μαμά αλλά τρόμαξα>>. Η Λενιώ πήγε λίγο πιο μέσα στο κρεβάτι και σήκωσε το σεντόνι για να ξαπλώσει η μικρή δίπλα της. Έπειτα την έκλεισε στην αγκαλιά της και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. <<Κοριτσάκι μου. Μωράκι μου καλό. Μεγάλωσε μωρέ και το λουλουδάκι μας>> της ψιθύρισε στο αυτί και η μικρή της χαμογέλασε γλυκά. Ο Λάμπρος ξύπνησε και τις είδε δίπλα του. Ανακάθισε αγχωμένος. <<Βιολέτα τι κάνεις εδώ; Ελένη, τι έπαθε το παιδί;>> ρώτησε αγχωμένα. <<Τίποτα. Καλά είναι. Κοιμήσου!>> του απάντησε. <<Τι έχεις καρδιά μου; Άρρωστη είσαι;>> επέμεινε. <<Καλά είναι Λάμπρο. Κοιμήσου σου λέω, δεν έγινε κάτι>> του είπε και τον κοίταξε νευρικά. Ο άντρας άπλωσε το χέρι του και η μικρή πέρασε πάνω από την Ελένη και ξάπλωσε ανάμεσα τους. <<Έλα να σε πάρει ο μπαμπάς αγκαλίτσα, να κοιμηθείς μάτια μου. Τι έπαθες; Είδες εφιάλτη;>>. Η Λενιώ ξεφύσηξε με απελπισία. <<Σου λέμε, δεν έχει τίποτα. Σταμάτα πια να κλείσουμε το μάτι μας. Βιολετάκι κοιμήσου, ντάξει;>>. Το κοριτσάκι έγνεψε θετικά και κούρνιασε στην αγκαλιά του πατέρα της, που τη φίλησε τρυφερά στο κεφάλι.

<<Πες μου έναν λόγο, που με έχεις βάλει να σου στρώσω το κρεβάτι με τα καλά σκεπάσματα. Ένα λόγο πες μου! Σάμπως θα ξαπλώσουνε;>> διαμαρτυρήθηκε η Βαλεντίνη. Η Ελένη την έστρωσε στη δουλειά, με το που ξύπνησε και το κορίτσι είχε εκνευριστεί. <<Σταματάς να φωνάζεις πρωί πρωί; Θέλω να είναι περιποιημένο το σπίτι. Στρώνε εκεί και μη μιλας!>> της απάντησε η μητέρα της καθώς ντυνόταν. Η Ευγενία μπήκε στο δωμάτιο αναστατωμένη. <<Μαμά γιατί κοιμάται ακόμα η μικρή; Είπε πως την άφησες. Ήρθε στη κάμαρη σας το βράδυ;>>, <<Άστην να κοιμηθεί, δεν πειράζει>> απάντησε ψυχρά η Ελένη. <<ΓΙΑΤΙ; Αυτή θα κοιμάται κι εγώ θα στρώνω το κρεβάτι σαν να περιμένουμε το γαμπρό για τη πρώτη νύχτα του γάμου;>> διαμαρτυρήθηκε η Βαλεντίνη. <<Σκασμός πια! Της ήρθαν τα ρούχα της χτες το βράδυ. Άστην να κοιμηθεί, τρόμαξε>>, <<Τι; Γιατί δεν με ξύπνησε;>> ρώτησε η Ευγενία. <<Ε ξύπνησε τη μάνα της. Δε χάθηκε ο κόσμος>>. Η Ευγενία χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. Κατάλαβε πως η μητέρα της ήταν ακόμα πικραμένη μαζί της. Ο Λάμπρος μπήκε κεφάτα στο δωμάτιο και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Το κορίτσι χαμογέλασε τρυφερά. <<Λενιώ μου...>>, <<Τόσες είμαστε εδώ μέσα μπαμπά. Μόνο το Λενιώ σου είδες;>> διαμαρτυρήθηκε η Βαλεντίνη μα η Ελένη την κοίταξε αυστηρά. <<Λενιώ μου ανησυχώ. Τι έπαθε η μικρή; Εσύ να την αφήσεις να κοιμάται; Μα πείτε μου επιτέλους>>, <<Σταμάτα μωρέ Λάμπρο. Αδιαθέτησε το παιδί και τρόμαξε. Γι' αυτό ήρθε μες τη νύχτα. Δεν ήθελα να στο πω μπροστά της, θα ντρεπόταν>>. Ο δάσκαλος χλώμιασε. <<Τι λες Ελένη; Μωρό παιδί είναι ακόμα. Να την πάμε σε κανένα γιατρό στη Λάρισα>>, <<Σε κανένα γιατρό δεν θα την πάμε και δεν είναι μωρό. Κι εγώ στην ίδια ηλικία αδιαθέτησα και εγώ και η Βαλεντίνη. Κι η Ευγενία ήταν 6 μήνες μεγαλύτερη. Μεγάλωσαν τα παιδιά μας. Αφήστε την να ηρεμήσει και μια χαρά είναι>> τους δήλωσε. <<Τι να πω; Εσείς τα ξέρετε αυτά. Τέλος πάντων. Το κρεβάτι γιατί το στρώσατε με τα καλά σεντόνια; Μήπως έρθουν κουρασμένοι και θέλουν να ξαπλώσουν;>> ρώτησε με περιέργεια. Η Βαλεντίνη έβαλε τα γέλια και η Λενιώ τον κοίταξε νευρικά.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα