Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)

1.3K 25 5
                                    

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1986

Ο Λάμπρος βημάτιζε νευρικά, στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων της Λάρισας. <<Αμάν βρε καρδιά μου, με ζάλισες>> είπε η Ελένη που στεκόταν παραδίπλα. <<Άργησαν, ε;>>, <<Ε τέτοιες μέρες, έχουν καθυστερήσεις. Τι να κάνουμε; Θα έρθει>> απάντησε αδιάφορα. Δέκα λεπτά αργότερα, μπήκε επιτέλους στον σταθμό, το λεωφορείο με την ένδειξη ΑΘΗΝΑ, ασφυκτικά γεμάτο με κόσμο και ο δάσκαλος στάθηκε μπροστά στην πόρτα του, με αγωνία. Μετά από δυο-τρεις επιβάτες, φάνηκε η μορφή της Βαλεντίνης, που φορούσε ένα ροζ φαρδύ πουλόβερ. Ο Λάμπρος χαμογέλασε πλατιά. <<Μπαμπούνη μου!>> είπε το κορίτσι μες το κόσμο και πήδηξε από το τελευταίο σκαλί, στην αγκαλιά του πατέρα της, που τη σήκωσε ψηλά. <<Κοριτσάκι μου. Νεραϊδούλα μου>> της είπε τρυφερά και εκείνη σφίχτηκε ακόμα περισσότερο πάνω του. <<Μπαμπούνη μου, μου έλειψες. Μου έλειψες πολύ>> ψέλλισε το κορίτσι. Η Ελένη τον σκούντηξε διακριτικά. <<Φτάνει Λάμπρο. Αν είναι δυνατόν... Μας κοιτάει ο κόσμος>> τον μάλωσε κι εκείνος την άφησε να πατήσει κάτω και έκλεισε το πρόσωπο της με τα χέρια του. <<Ψυχή μου>> είπε και τη φίλησε στο μέτωπο. Η Βαλεντίνη στράφηκε στη μητέρα της. <<Μαμά..>> έκανε παραπονιάρικα και κλείστηκε στην αγκαλιά της Ελένης. <<Θυμήθηκες ότι έχεις και μάνα; Πώς το πάθες;>> τη πείραξε, μα το κορίτσι τύλιξε τα χέρια πάνω της και την έσφιξε δυνατά. Η Λενιώ παραξενεύτηκε που δεν απάντησε και την κοίταξε με περιέργεια. <<Ο Νέστορας πού είναι;>> ρώτησε, καθώς ο Λάμπρος έβγαζε τις βαλίτσες. <<Δεν ξέρω πότε θα έρθει. Πάμε;>> απάντησε αδιάφορα. <<Ναι πουλάκι μου. Σε περιμένουν οι αδελφές σου, πως και τι. Μας έλειψες κοριτσάκι μου>> της είπε καλοσυνάτα και η Βαλεντίνη χαμογέλασε αχνά. <<Κι εμένα μπαμπούνη μου. Κι εμένα μου λείψατε>> απάντησε και η Ελένη συνέχισε να την κοιτάζει καχύποποτα.

<<ΣΤΑΜΑΤΑ πια να κάνεις δουλειές. Μα δεν καταλαβαίνεις;>> φώναξε με απελπισία η Βιολέτα, στην Ευγενία που έπλενε κάποιες κούπες του καφέ. Εκείνη συνέχισε ατάραχη. <<Μην κάνεις σαν τον μπαμπά, να χαρείς. Δεν θα πάθω τίποτα για δυο ποτήρια>> απάντησε, προσπαθώντας να βολέψει την κοιλιά της. <<Κώστα μίλα!>> επέμεινε η Βιολέτα, κι ο νεαρός, που καθόταν δίπλα στο τζάκι, γέλασε κεφάτα. <<Όλη μέρα τα λέω. Βαρέθηκα. Άστην να τα πλύνει, τι άλλο να της πω;>>. Η πόρτα άνοιξε και η Βαλεντίνη, μετά από 3 μήνες, μπήκε στο σπίτι της. Η Βιολέτα ανασηκώθηκε και χαμογέλασε πλατιά. <<Επιτέλους. Ξέχασα πως μοιάζεις, χαζή!>> της είπε και την αγκάλιασε. <<Σου έλειψα νιάνιαρο; Πες πως δεν είχε νόημα η ζωή σου, χωρίς εμένα να τσακωνόμαστε>> την πείραξε και η μικρή δάκρυσε συγκινημένη. <<Τζενάκι μου!>> αναφώνησε και αγκάλιασε την άλλη της αδελφή, χαϊδεύοντας τη μεγάλη της κοιλιά. <<Καλώς μας ήρθες κοριτσάκι μου>>, <<Τι κάνει το Λενιώ μας; Το προσέχεις ή κάνεις δουλειές όλη μέρα, σαν την μαμά όταν ήταν έγκυος στο χαμένο; Μη κάνεις τέτοια, είδες πως βγήκε η μικρή!>>. Η Βιολέτα έβαλε τα γέλια. <<Να, αυτά μου έλειψαν. Είδαμε και σε σένα που καθόταν 9 μήνες απ' τη ζαλάδα. Βγήκες καλύτερη!>>, <<Κάθισα εγώ 9 μήνες, κάθεται εκείνη 18 χρόνια>> πέταξε παιχνιδιάρικα η Ελένη. Η Βαλεντίνη αγκάλιασε τελευταίο τον γαμπρό της, που τη φίλησε σταυρωτά. <<Μου λείψατε πολύ όλοι>> τους είπε μελαγχολικά. <<Αλλά ο μπαμπούνης σου πιο πολύ>> συμπλήρωσε ο Κώστας κι εκείνη έγνεψε θετικά. Ο Λάμπρος την πήρε ξανά στην αγκαλιά του κι έπειτα κοίταξε την Ευγενία. <<Εσύ κοριτσάκι μου, πιάτα έπλενες; Μα καλά κανένας δεν σε προσέχει;>> πέταξε νευρικά και ο Κώστας ξεφύσηξε. <<Πάλι εγώ θα τη πληρώσω;>>, <<Α εγώ τη Λενιώ μου, δεν την άφηνα να κάνει δουλειές στις εγκυμοσύνες>>, <<Σε ποιες εγκυμοσύνες μπαμπά μου; Γιατί στις δύο που θυμάμαι εγώ, μόνο τη τσάπα στο χωράφι δεν έπιανε>> ρώτησε ειρωνικα η Ευγενία. Η Ελένη της έπιασε την κοιλιά. <<Έλα τέρμα τα σχόλια. Δεν έκανε και γενική, Λάμπρο μου. Φτάνει πια η υπερβολή σου. Άντε να φάμε, να ξεκουραστεί και η πρωτευουσιάνα, που έκανε ταξίδι>>.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα