Ο παππούς και η γιαγιά

795 17 0
                                    

Διαφάνι, Ιούνιος 2010

-Κατσε, καρδιά μου, στην καρέκλα. Μη στέκεσαι όρθιος. Μόλις ακούσουμε την πόρτα θα σηκωθούμε, του είπε γλυκά κρατώντας τον απ'τη μέση.
Γύρισε προς το μέρος της και την αγκάλιασε.
-Μου έλειψε το νεραιδακι μας, απ'το Πάσχα έχει να έρθει στο χωριό. Θα πεθάνω και δε θα προλάβω να τη δω.
-Ει,ει τι κουβέντες είναι αυτές, τον μάλωσε με παράπονο και το βλέμμα της σκοτείνιασε.
-Τρόπος του λέγειν, ψυχή μου. Δεν είπα ότι θα πεθάνω κι αύριο, απάντησε χαϊδεύοντας τρυφερά την πλάτη της για να σβήσει τη σκοτεινιά της.
-Να μη "λέγειν", Σεβαστε. Δε θέλω ούτε να το ακούω. Ο δικός μου ο άντρας δε θα πεθάνει ποτέ, είπε και τυλίχτηκε πάνω του όπως παλιά.
-Εντάξει, μάτια μου, δε θα ξαναπώ τέτοια κουβέντα αφού σε στεναχωρεί. Τι, σαμπως, επειδή κλείνουμε τα 80 σε λίγες μέρες; Εμείς θα είμαστε αθάνατοι.
-Κάποτε μου έλεγες ότι το φιλί μου σε κάνει αθάνατο, του γύρισε παραπονιαρικα.
-Δωστο μου τότε, Λενιώ μου, δώστο μου για να αγγίξουμε την αθανασία, είπε και ένωσε μαλακά τα χείλη τους.

Απορροφημένοι στην ένωση των ψυχών τους δεν πήραν είδηση τα βήματα στη σκάλα, ούτε την πόρτα που άνοιξε.
"Τα πιτσουνακια μου", ακούστηκε η παιχνιδιάρικη φωνή της μικρής Λενιώς και γύρισαν και οι δύο απότομα, ξαφνιασμένοι, λες και τους έπιασε ο Γιώργης Σταμιρης στα πράσα.
"Παπουλάκο μου, Γιαγιακα μου",τσιριξε το κορίτσι ενώ έπεφτε στην αγκαλιά τους.

-Κοριτσακι μου, ψυχούλα μου έλα να κάτσουμε να μας πεις τα νέα σου. Να μας ψήσω καφεδάκια, έχω και μηλόπιτα ζεστή που έφτιαξα πρωί πρωί μόνο για σένα.
Ο Λάμπρος, αγκαλιά με την εγγονή του, κάθισε στο τραπέζι όση ώρα η Ελένη τους ετοίμαζε το πρωινό.
-Γιατι νεραιδακι μου άργησες τόσο πολύ να μας έρθεις, μου έλειψες.
-Ειχα δουλειές, παπουλάκο μου, τώρα να έρθει και το κορίτσι μας και θα σας τα πω.

Η Ελένη άπλωσε τα φλιτζανακια του καφέ και τα πιατακια με τη μηλόπιτα πάνω στο τραπέζι.
-Γιατι Λενιώ μου τόσο μικρό εγώ; της είπε παραπονιαρικα.
-Γιατι έφαγες κι άλλο ένα κομμάτι Λάμπρο το πρωί, φτάνει. Το ζάχαρο θα πάει στο Θεό.

Πήγε να φέρει δροσερά νερακια όταν με την άκρη του ματιού της είδε τη μικρή να δίνει ένα γενναίο κομμάτι από τη δική της μηλόπιτα στον παππού της.
-Εκατό χρόνων η αλεπού, εκατό δέκα το αλεπουδακι, είπε γελώντας. Δεν κάνει μάνα μου να τρώει τόσα γλυκά και λες και το κάνει επίτηδες, που τον χάνεις που τον βρίσκεις όλο με ένα γλυκό στο χέρι είναι.
-Ναι αλλά γι αυτό είναι το πιο γλυκό αγόρι της Θεσσαλίας, είπε παιχνιδιάρικα η μικρή αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλο του παππού της.

ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα