Το Λενιώ μας

656 16 1
                                    

Ο Νέστορας μαζί με το Στέλιο,τον άντρα της Αννετας, μόλις τελείωσαν ένα μερεμετι στο σπίτι της Ελπιδας και ξεκίνησαν για το καφενείο. Η κραυγή του Λάμπρου έσκισε την ηρεμία του μεσημεριού στην αυλή του Σταμιροσπιτου. Ήταν αδύνατο να μην τον ακούσουν. Έτρεξαν στο σπίτι, παραμέρισαν την ανοιχτή πόρτα και το θέαμα που αντίκρισαν τους σόκαρε.

Γονατισμενος στο πάτωμα, πλάι σε εκείνη έκλαιγε γοερα. Αδύναμος, ανήμπορος, τσακισμένος.
"Λενιω μου, μιλά μου, μη μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ, μιλά μου άγγελε μου.."
Οι δύο άντρες εσκυψαν πλάι του. Ο Νέστορας τον πήρε στην αγκαλιά του και προσπαθούσε να καταλάβει τι έγινε. Ο Στέλιος έψαχνε εναγωνίως το σφυγμο της.

-Μην κλαίς θείε, αναπνέει, εδώ είναι το κορίτσι σου, παλεύει να κρατηθεί.

Τα επόμενα λεπτά δεν ήταν σίγουρος ότι τα έζησε. Μέσα στον πανικό του δεν κατάλαβε πότε πώς βρέθηκε στο αμάξι του Νέστορα, με την Ελένη ξαπλωμένη πάνω στα πόδια του. Τα χέρια του χάιδευαν στοργικά τα μαλλιά και τα δάχτυλα της, τα  δάκρυα του ανακατεμένα με το αίμα της πότισαν το καλό της φόρεμα.

Ο Νέστορας τον έβλεπε από τον καθρέφτη και με κόπο συγκρατούσε τους λυγμούς του. Ποτέ ξανά δεν τον είχε δει σε τέτοια κατάσταση. Ο ογδονταχρονος πεθερός του, πάντα σοβαρός και μετρημένος, σπαραζε σα μικρό παιδί πάνω στη γυναίκα της ζωής του που ακροβατούσε στο θάνατο.
"Κορίτσι μου, ψυχή μου, άνοιξε  τα ματάκια σου, σε παρακαλώ. Μη με αφήνεις αγάπη μου, μη μου το κάνεις αυτό "

Λίγα λεπτά μετά, σωριασμενος σε μια καρέκλα στο πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, κινούνταν σπασμωδικά μπρος πίσω και ψιθύριζε διαρκώς μια φράση "θα είμαστε μαζί, θα είμαστε καλά, θα είμαστε αγαπημένοι ". Ξανά και ξανά, σα να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ή σα να μιλούσε σε εκείνη.

Η μεγάλη πόρτα του διαδρόμου άνοιξε και η Ελπίδα όρμησε στο χώρο. Κρύφτηκε στην αγκαλιά του πατέρα της και έκλαιγε σα μικρό κοριτσάκι. Πίσω της όλη η υπόλοιπη οικογένεια, οι αδερφές της, οι άντρες τους, τα παιδιά τους. Όλοι στο πλευρό της Ελένης τους.

-Εγω φταίω, εγώ μόνο. Εβαλα ψηλά το βάζο για να μη μπαίνει σε πειρασμό και σκότωσα τη μανούλα μου, ούρλιαζε σε έξαλλη κατάσταση.

-Οχι μάτια μου, εγώ φταίω. Όταν πέρναγε η ώρα έπρεπε να τρέξω κοντά της, ίσως να την προλάβαινα.

-Θείε μου, σταματήστε και οι δύο. Κανείς δε φταίει. Ήταν η κακια στιγμή. Μην κατηγορείτε τους εαυτούς σας. Και κυρίως μην κάνετε σα να έχει έρθει το τέλος, η θεία μου είναι σκληρό καρύδι. Θα συνέλθει είμαι σίγουρος.

ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα