Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)

797 22 1
                                    


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1967

Η Ελένη έβαλε το μπρίκι με τον νερό στη φωτιά και κοίταξε μελαγχολικά από το παράθυρο. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη και αυτό χαλούσε ακόμα χειρότερη τη διάθεση της. Ανακάτεψε τον καφέ που άρχισε να φουσκώνει, όταν άκουσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να ανοίγει. Ο Λάμπρος βγήκε χαμογελαστός και έστρωσε τη γραβάτα του στο λαιμό. Έπειτα την αγκάλιασε, τυλίγοντας τα χέρια στην κοιλιά της. <<Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς; Δεν μ' αρέσει να ξυπνάω μοναχός μου>> της είπε τρυφερά κι άφησε ένα φιλί στο λαιμό της. <<Συγνώμη. Ξύπνησα να πάω στο μέρος, μετά δεν είχα ύπνο κι είπα να ντυθώ...>> δικαιολογήθηκε αμήχανα. <<Την άλλη φορά, θα μου δίνεις ένα γλυκό φιλί, να ξυπνάω κι εγώ. Και κάτι θα βρούμε να κάνουμε, μέχρι να σηκωθώ για το σχολείο>> της απάντησε παιχνιδιάρικα και ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. Έκατσαν στο τραπέζι κι η Ελένη άρχισε να πίνει τον καφέ της αμίλητη. <<Έχεις κάτι;>> της πέταξε με περιέργεια, μπουκωμένος με ένα κουλουράκι. <<Μπα... Σκέφτομαι πως θα βρέχει σήμερα και έχουμε δουλειές στα χωράφια>>, <<Ε καλά. Άμα βρέχει, θα τις κάνεις αύριο>>, <<Θα κατέβω μαζί σου ως το χωριό, να κάνω μερικά ψώνια>>, <<Θες να πάω εγώ το μεσημέρι;>>, <<Μπα. Καλύτερα τώρα. Αν βρέξει, να κάνω καμιά πίτα τουλάχιστον>>. Ο δάσκαλος άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. <<Να κάνεις>>. Έπιασε το χέρι της και κατέβηκαν προς το χωριό αμίλητοι. Παρατήρησε τη λύπη στο πρόσωπο της, μα δεν ήθελε να την πιέσει, για να του πει τι συμβαίνει. Έφτασαν ως την πλατεία κι εκείνος αγκάλιασε τρυφερά τη μέση της. <<Θα σε δω το μεσημέρι>> έκανε και ακούμπησε απαλά τα χείλη της. Εκείνη του χαμογέλασε και έφυγε προς το καφενείο, παρατηρώντας τα παιδάκια που έπαιζαν στο προαύλιο.

Η Βιολέτα την υποδέχτηκε κεφάτα. <<Καλώς τη Λενιώ. Κάτσε να σου κάνω καφέ>>, <<Ευχαριστώ Βιολέτα μου. Ήπια. Μερικά πράγματα θα ήθελα>> της ζήτησε και έδωσε μια λίστα στον Παναγιώτη. <<Τι έχεις κοπέλα μου; Σκοτεινιασμένη είσαι>>, <<Τίποτα. Τι να έχω... Τα ίδια>>. Η γυναίκα την πλησίασε. <<Τι ναι βρε Λενιώ; Εμείς τα λέμε όλα. Τι έπαθες; Μαλώσατε με τον δάσκαλο;>>. Εκείνη της χαμογέλασε δειλά. <<Δεν μαλώνουμε εμείς>>, <<Ε πώς... Όλα τα ζευγάρια, έχουν τις διαφωνίες τους. Για έλα μέσα βρε>>. Πήγαν προς το καμαράκι της Βιολέτας και έκατσαν στην τραπεζαρία αντικριστά. <<Τι ναι βρε κορίτσι μου; Με το τσιγκέλι θα στα βγάλω; Κάτι σε προβληματίζει>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Δεν θέλω να το πω στον Λάμπρο ή στις αδελφές μου. Θα τους πικράνω με τις σκέψεις μου>>, <<Ε πες το σε μένα ντε! Εγώ όλα τα αντέχω>>, <<Δεν το λες και σοβαρό...>> εξήγησε στεναχωρημένα. <<Ε τι τότε;>>, <<Είχα πέντε μέρες καθυστέρηση. Χάρηκα πως... καταλαβαίνεις, μα σήμερα ήρθαν τα ρούχα μου>> είπε η Λενιώ και χαμήλωσε το βλέμμα πικραμένα. <<Αυτό ήταν; Ε δεν ήταν τώρα, θα ναι μια άλλη φορά>> πέταξε καλοσυνάτα η γυναίκα. <<Πότε Βιολέτα; Ένα χρόνο παντρεμένη είμαι, μα και δυο μήνες ο αρραβώνας μας. Σάμπως δεν πλαγιάζω με τον άντρα μου; Κι οι αδελφές μου, έφυγαν για να είμαστε πιο άνετα και τίποτα ακόμα. Το έχω πάρει απόφαση πια>>, <<ΤΙ ΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ; Βρε Λενιώ, εγώ σου λέω δεν είναι μόνο το πρόβλημα σου, μα και που αγχώνεσαι. Εγώ, με τον προκομμένο τον Σταμάτη, όταν παντρευτήκαμε, να μη σε ντραπώ, δεν σταματάγαμε να πλαγιάζουμε. Ουυυ... Και δυο φορές, και τρεις τη μέρα. Και παιδί δεν ερχόταν. Μόλις αρχίσαμε τα μαλώματα και δεν το σκεφτόμουν καν, λίγο πριν με παρατήσει, με φούσκωσε ο αχαίρετος. Αν δεν σταματήσεις να το σκέφτεσαι, να χαρείς τον άντρα σου και το κρεβάτι σας, προκοπή δεν θα δεις>>. Η Ελένη ξεφύσηξε. <<Εύκολο να το λες>>, <<Μα ξαπλώνεις κι έχεις στο νου σου, αν θα κάτσει ο σπόρος του δασκάλου; Ούτε θα το φχαριστιέσαι>> πέταξε και τη σκούντησε παιχνιδιάρικα. Ένα γελάκι ξέφυγε από τα χείλη της. <<Όχι κι έτσι...>>.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα