"Σαν να με αγαπάς"

754 18 7
                                    

Περπατούσε μέσα στο σαλόνι σα χαμένη με το στικάκι στη χούφτα της. Η περιέργεια δεν την άφησε να το πετάξει. Άνοιξε το λαπ τοπ και αναζήτησε το περιεχόμενο. Περίμενε να δει κοινές φωτογραφίες τους ή κανένα βίντεο που να της απολογείται και να της εξομολογείται τον έρωτα του. Αντί αυτών, βρήκε μόνο ένα ηχητικό αρχείο. Πάτησε μηχανικά περιμένοντας ένα ακούσει κάποιο τραγούδι με ιδιαίτερο συμβολισμό.

"Τι κάνεις; Δεν περίμενα να μου ζητήσεις να βρεθούμε.

-Γιατί "μωρό μου"; Αλλά μου έλεγες στο τηλέφωνο την περασμένη βδομάδα.

-Ετσι μου βγήκε εκείνη τη στιγμή, δεν το σκέφτηκα..."

Αν και δεν είχε ακούσει ποτέ τη φωνή της ζωντανά κατάλαβε αμέσως ότι ήταν η Ειρήνη. Ανακάλεσε στη μνήμη της ένα βιντεάκι που είχε δει στον υπολογιστή του, η φωνή της κοπέλας ήταν χαρακτηριστική. Άκουσε όλη τη συνομιλία με κομμένη την ανάσα.

Η αρχική της δυσπιστία και οργή έδωσε τη θέση της στη ντροπή και τις τύψεις. Απελπίστηκε. Ο Αλέξανδρος της έλεγε την αλήθεια. Στη συνομιλία η Ειρήνη ομολογούσε το κόλπο που του έστησε. Όλα τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν στο μυαλό της. Για αυτό πήγε στη Θεσσαλονίκη, για να της αποδείξει περίτρανα πως είναι αθώος, πως τον αδίκησε κατάφωρα.

Ντράπηκε πολύ, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Πήρε στα χέρια της το κινητό για να τον καλέσει αλλά ένιωσε πως όλες οι λέξεις ήταν φτωχές για να περιγράψουν τα συναισθήματα της. Μέσα της φοβόταν πως θα της το έκλεινε ή θα απέφευγε να της απαντήσει. Πελαγωσε. Πρώτη φορά ένιωθε τόσο λίγη, τόσο άδικη με έναν άνθρωπο.

Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, πήρε τα κλειδιά της στο χέρι και βγήκε στο δρόμο. Ίσα που πρόλαβε να βάλει τα παπούτσια της. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε ελεύθερο και του ζήτησε να την πάει στο σπίτι του. Μέσα στην ένταση της στιγμής ξέχασε να πάρει το πορτοφόλι της. Όταν το κατάλαβε ήταν αργά.

-Συγνώμη, είμαι απερίσκεπτη. Δεν έχω πάρει μαζί το πορτοφόλι μου. Θέλετε να γυρίσουμε πίσω για να το πάρω;

-Όχι "Λενιώ", η κούρσα είναι δώρο από μένα για τη συντροφιά που μου κρατάς κάθε βράδυ στο τιμόνι.

Τότε πρόσεξε τη μικρή οθόνη δίπλα από το τιμόνι του οδηγού. Τον ευχαρίστησε και κατέβηκε βιαστικά. Όταν έφτασε στην είσοδο του η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Η πόρτα της οικοδομής ήταν μισάνοιχτη, έσπρωξε και μπήκε μέσα. Ανέβηκε λαχανιασμενη τους ορόφους και έφτασε έξω από την πόρτα του. Έτρεμε ολόκληρη, ένιωθε πως τα πόδια της δεν την κρατάνε. Χτύπησε αδύναμα την πόρτα.

ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα