Η μεγάλη συνάντηση (part 2)

539 11 3
                                    

Την περίμενε στη γωνία έξω από το θέατρο για να μη δώσουν αφορμές για σχόλια. Βγήκε βιαστικά, χαιρέτησε εγκάρδια τους θαυμαστές της που την περίμεναν απ'έξω και τρύπωσε στο αμάξι του. Η διαδρομή μέχρι την ορεινή Κορινθία θα διαρκούσε περίπου δύο ώρες. Ήταν σίγουρος πως η καλή του θα κοιμόταν αμέσως. Δεν έπεσε έξω, πριν καν βγουν από την Αθήνα η Τερέζα κοιμόταν ακουμπισμένη στο παράθυρο. Η όψη της ήταν γλυκιά, ήρεμη, χαλαρή. Δε χορταινε να της ρίχνει κλέφτες ματιές.

Ξύπνησε λίγο πριν φτάσουν στο ξύλινο σαλέ στην περιοχή του Φενεού. Κοίταξε γύρω της το σκοτεινό δάσος και κινήθηκε νωχελικα στο κάθισμα της.

-Παλι με πήρε ο ύπνος ε; Κοιμήθηκα πολύ;

-Μπα όχι, μόνο απ'την Αθήνα ως εδώ, την πείραξε.

-Πώς το παθαίνω αυτό μου λες; Και σήμερα έλεγα πως θα μείνω ξύπνια για να σου κάνω παρέα.

-Μου έκανες καρδιά μου, με τους ήχους που έβγαζες.

-Τι εννοείς; Ροχαλιζα; Αποκλείεται. Ποτέ δε ροχαλιζω.

-Ναι,ναι, ποτέ της απάντησε γελώντας.

-Με κοροϊδεύεις ε; Αποκλείεται να ροχαλιζω. Ετσι δεν είναι;

-Ναι μάτια μου, εσύ είσαι νεράιδα, ποτέ δε ροχαλιζεις. Ένα μικρό γατί είχε μπει στο αμάξι και γουργουριζε σε όλη τη διαδρομή.

Σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος παριστάνοντας τη θιγμένη κάνοντας τον να γελάει με την ψυχή του. Ένα παθιασμένο φιλί την έκανε γρήγορα να ξεχάσει το θυμό της.

Είχε κλείσει το τελευταίο ξύλινο σπιτάκι στην άκρη του κτήματος. Ήταν σίγουρο πως εκεί θα είχαν όλη την ιδιωτικότητα και την ηρεμία που χρειάζονταν. Σε αντίθεση με το τσουχτερό κρύο που είχε έξω, μέσα στο σπιτάκι το τζάκι που έκαιγε από ώρες έδινε στο χώρο μια θαλπωρή και μια ατμοσφαιρικοτητα που έμοιαζε παραμυθένια. Μπροστά στο τζάκι, δίπλα από έναν μικρό όντα, τους περίμενε ένα τραπέζι γεμάτο φρούτα, τυροκομικά και αλλαντικά μαζί με μια κανάτα με ζεστό κόκκινο κρασί που ευωδιαζε.

Κάθισε αναπαυτικά στον όντα και την έφερε στην αγκαλιά του, ανάμεσα στα πόδια του. Στο κινητό του έβαλε μια χαλαρωτική τζαζ playlist που τους άρεσε πολύ. Έφαγαν,ήπιαν και απόλαυσαν τη ζεστασιά του τζακιού και της αγκαλιάς τους.

...........

Το τελευταίο πρωινό του χρόνου τους βρήκε αγκαλιασμενους στο κρεβάτι τυλιγμένους με τα αφράτα παπλώματα. Ο Αλέξανδρος είχε ήδη ξυπνήσει και τη χαζευε ακίνητος. Φοβόταν πως αν κουνηθεί θα την ξυπνήσει και δεν το ήθελε. Το απαλό χτύπημα στην πόρτα τον ανάγκασε να την αφήσει για λίγο από τα χέρια του. Ο ξενοδόχος του έφερε ένα συρόμενο τραπέζι γεμάτο με όλα τα καλουδια της περιοχής για πρωινό. Οι μυρωδιές που κατέκλυσαν το χώρο την ξύπνησαν ευχάριστα.

ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα