ΔΕΣΠΩ (extra bonus)

665 21 2
                                    


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1958

Η μέρα ήταν ζεστή και η Δέσπω Προύσαλη, έκανε αέρα με τη βεντάλια της, ξεφυσώντας νευρικά, όταν η πόρτα άνοιξε και στο σπίτι μπήκε η Ελένη, κρατώντας ένα βάζο με γλυκό συκαλάκι. <<Καλώς τη. Έλα μέσα. Βράζει ο τόπος σήμερα>> πέταξε κεφάτα η γυναίκα και η Ελένη την πλησίασε διστακτικά. <<Τι κάνεις κυρά-Δέσπω;>>, <<Ζεσταίνομαι. Όλη μέρα κάνω αέρα, με τούτο το παλιόπραγμα και πάλι πνίγομαι>>. Εκείνη έκατσε δίπλα της. <<Τι έχεις; Συννεφιασμένη είσαι;>>, <<Καλά είμαι. Ήρθα να σου πω κάτι, μη το μάθεις απ' αλλού. Σε λίγο θα το ξέρει όλο το χωριό>>, <<Τι πράγμα; Για πες...>>. Η κοπέλα πήρε βαθιά ανάσα. <<Παντρεύομαι>> ανακοίνωσε ψυχρά και η Δέσπω ανακάθισε. <<Τι; Τι λες μωρέ; Με ποιον;>>, <<Με το Σέργιο. Με ζήτησε και...>>, <<Μπα σε καλό σου Λενιώ. Χωρατατζού μας βγήκες>>. Η Ελένη της έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Δεν κάνω πλάκα κυρά-Δέσπω. Με ζήτησε και του είπα ναι>>, <<Ο Σέργιος σε ζήτησε>>, <<Γιατί; Λίγη του πέφτω, ε;>>, <<Σε ζήτησε ο Σέργιος και είπες ναι. Κι έχεις πει όχι στα μισά σερνικά του κάμπου, μέσα σε αυτούς και στο Λυκογιάννη που τουλάχιστον τον συμπαθούσες>>, <<Ο Σέργιος είναι μεγάλη τύχη>>, <<Ποιος μωρέ; Αυτός ο αληταράς, μεγάλη τύχη; Χειρότερος στο χωριό δεν υπάρχει. Α συμπάθα με, είναι κι ο Μελέτης> πέταξε ειρωνικά. <<Καιρός μου ήταν να παντρευτώ. Τουλάχιστον μαζί του, δεν θα πεινάσω ούτε εγώ, ούτε κι οι αδελφές μου. Τα είπαμε τα συμφωνήσαμε>> ξεκαθάρισε και σηκώθηκε να φύγει. <<ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ! Κάτσε κάτω που υψώνεις και φωνή!>>. Η Λενιώ λούφαξε στη θέση της. <<Δεν παντρεύτηκες παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά. Κουβαρντάδες, κιμπάρηδες! Και θα πας να πάρεις τον πρωτότοκο του Δούκα; Γιατί; Επειδή ο λεγάμενος γύρισε παντρεμένος, είπες να κάνεις κι εσύ το ίδιο λάθος;>>. Η Ελένη την κοίταξε θυμωμένα. <<Δεν ξέρεις τι λες>>, <<Μια χαρά ξέρω τι λέω. Έκανε αυτός ένα λάθος, κι είπες να τον ακολουθήσεις;>>, <<Κανένα λάθος δεν έκανε, κυρά-Δέσπω. Αγάπησε μια κοπέλα και την πήρε. Αναφορά θα μου έδινε; Και ήρθε η ώρα κι εγώ να φτιάξω τη ζωή μου>>, <<Αυτό δεν είναι φτιάξιμο, αυτό είναι χάλασμα!>>, <<Δουλειά σου!>> πέταξε και χαμήλωσε το κεφάλι από ντροπή. Η Δεσπω έμεινε για μια στιγμή αμίλητη. <<Έχεις δει πώς σε κοιτάζει;>>, <<Ποιος;>>, <<Ο Προκόπης, σαν περνάς απ' το μπαρμπέρικο. Τι ποιος;>>. Η κοπέλα δαγκώθηκε. <<Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς>>, <<Ο δάσκαλος εννοώ>>. Εκείνη δαγκώθηκε αμήχανα. Φυσικά και τον είχε δει. <<Δεν έχω προσέξει κάτι περίεργο. Τυπικός είναι>>, <<Δηλαδή, θες να μου πεις, πως μια εβδομάδα που γύρισε, δεν σε έχει πλησιάσει. Δεν έχει βρεθεί στην πόρτα σου>>. Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Όχι>>, <<Ψέματα σε μένα Λενιώ; Σε τρώει με τα μάτια του. Σαν αγρίμι τριγυρνάει. Λες και δεν τον χωρά ο τόπος...>>, <<Τι θες κυρά-Δέσπω;>>, <<Ας τον Σέργιο. Πες του πως άλλαξες γνώμη. Μη κάνεις κουταμάρες. Τόσο καιρό δεν ήθελες άντρα, τώρα σε πήρε ο καημός;>>, <<Και τώρα τι άλλαξε;>>. <<Κάνεις τη χαζή για χάζεψες;>>, <<Μάλλον χάζεψα γιατί δεν καταλαβαίνω πού το πας>>. Η γριά αναστέναξε. <<Δεν πρόκειται να μείνει για πολύ καιρό παντρεμένος, ο Λάμπρος. Αργά ή γρήγορα, θα πάει η Θεοδοσία από κει που ρθε>>. Η Ελένη την κοίταξε σοκαρισμένη. <<Τι λες κυρά μου; Να γίνω ερωμένη του Λάμπρου; Μάλλον εσύ χάζεψες>>. Εκείνη της έγνεψε πονηρά. <<Όχι κι ερωμένη... Ας διώξει τη λεγάμενη πρώτα>>. Η Λενιώ τινάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. <<Δεν είσαι με τα σωστά σου. Θα γίνει ο γάμος με τον Σέργιο. Κι αν ο δάσκαλος, όπως λες, με κοιτάει και λιώνει, θα μείνει με την όρεξη. Πάω σπίτι>>. Έκανε να φύγει εκνευρισμένη. <<ΕΛΕΝΗ!>>, <<Τι;>> ρώτησε ξεψυχισμένα. <<Μην κάνεις αυτόν τον γάμο. Θα μετανιώσεις την επόμενη στιγμή! Στο λέω εγώ που σε ξέρω από παιδί. Δεν κάνει αυτός ο Σεβαστός για σένα>>. Το κορίτσι σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της. <<Ούτε και ο άλλος έκανε>> πέταξε και έφυγε λυπημένη.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα