Κεφάλαιο 4ο - Bonus

7K 873 39
                                    

-Το κρεμαστό-

Η αδελφή μου μου έλεγε πόσο τέλειο είναι να τελειώνεις το σχολείο και να νιώθεις ελεύθερος. Επιτέλους θα έφευγα από το μικρό μου χωριό και θα γινόμουν ένας καθηγητής Βιολογίας σε κάποιο πανεπιστήμιο της Αγγλίας.

"Έρχεσαι;" ρώτησε ο Ορέστης, δείχνοντας την καντίνα του σχολείου.

Πάνω στην ώρα, η ματιά μου εντόπισε την Εύα. Φαινόταν θλιμμένη. Θυμήθηκα ξανά όσα μου είχε πει ο Θάνος, ένας φίλος μου που έτυχε να πάει σε ένα πάρτυ με την παρέα της και την ίδια.

Είπε πως ήταν γαμημένη η ψυχολογία της γιατί θα έφευγα για σπουδές και δεν θα με έβλεπε ξανά. Είναι αστείο, νόμιζα πως αυτά γίνονταν μόνο στα βιβλία.

Αν το μάθαινα πιο πριν ίσως και να άλλαζαν τα σχέδια μου για σπουδές, για αυτή, αλλά τώρα, δεν υπάρχει χρόνος.

"Πήγαινε κι έρχομαι" είπα στον Ορέστη.

"Καλά" ήταν το μόνο που άκουσα.

Κοίταξα ξανά την Εύα, είχε χαθεί. Με μια μαντεψιά, σκέφτηκα πως μάλλον βρισκόταν στις τουαλέτες που βρίσκονταν μόλις δυό βήματα μακριά από το μέρος που στεκόταν.

Δίστασα για λίγο, αν με έβλεπε κάποιος να μπαίνω στις τουαλέτες των κοριτσιών θα έβρισκα τον μπελά μου αλλά αφού είναι η τελευταία μου μέρα εδώ, δεν πάει να γαμηθεί;

Άνοιξα την πόρτα διστακτικά κι έβαλα το κεφάλι μου μέσα. Αφού σιγουρεύτηκα πως κανείς δεν ήταν μέσα, μπήκα και την έκλεισα.

"Εύα;" ρώτησα.

Όλες οι πόρτες με τις τουαλέτες ήταν ανοιχτές εκτός απ' την τελευταία. Κοντοστάθηκα για λίγο αλλά τελικά την έσπρωξα για να ανοίξει.

Ένιωσα ένα κύμα ανακούφισης όταν είδα πως ήταν αυτή. Καθόταν στην κλειστή λεκάνη και κοίταζε το πάτωμα.

"Γεια" είπα.

"Γεια" μου απάντησε κρύβοντας τα μάτια της.

Γονάτισα μπροστά της και την κοίταξα κατσουφιασμένα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έξυσα το 3 ημερών γένι μου.

Με τον αντίχειρα μου σκούπισα ένα δάκρυ που κύλησε στο αριστερό της μάγουλο.

"Τι είναι αυτό που κάνει τα μάτια σου να κλαίνε;" ρώτησα αν και ήδη γνώριζα την απάντηση.

Σκούπισε τα μάτια της καλύτερα με τα χέρια της.

"Κάτι δικά μου ασήμαντα" μονολόγισε.

"Είμαι εγώ ασήμαντος;" ρώτησα με παράπονο.

"Γιατί είσαι εσύ δικός μου;" ρώτησε πίσω πικραμένη.

Δίκιο έχει η μικρή. Τώρα τι της λες;

"Πρέπει να φύγω" απάντησα, μα περισσότερο μίλαγα στον εαυτό μου.

"Το ξέρω" ψέλλισε.

"Μακάρι να μπορούσα να..." άρχισα ξανά μα με διέκοψε.

"Είναι εντάξει, δεν χρειάζομαι εξηγήσεις" είπε και προσπάθησε να χαμογελάσει.
"Εξάλλου, είμαι απλά μια ανώριμη κοπελίτσα που σε ερωτεύτηκε"

"Δεν είσαι μόνο αυτό.." παρατήρησα.

Πήρα μια βαθιά ανάσα αναστενάζοντας σιγανά. Αν έλεγα ή έκανα κι άλλα, θα το έκανα ακόμη δυσκολότερο για αυτήν. Με μια κίνηση, έβγαλα το κρεμαστό που φόραγα για καλή τύχη, και την κοίταξα.

Κοίταξε κι αυτή την μαύρη πέτρα που κρεμόταν στην άκρη του.

Την πλησίασα ακόμη περισσότερο, φέρνοντας τα πρόσωπα μας σε απόσταση αναπνοής.

"Αυτό είναι για να με θυμάσαι" της είπα, φορώντας της το.

Σηκώθηκα κι άνοιξα την πόρτα έτοιμος για να φύγω. Τελικά την έκλεισα δυνατά και γύρισα ξανά να την δω.

Άρπαξα το κεφάλι της με τα χέρια μου και την φίλησα έντονα, νιώθοντας τα χέρια της να δένονται γύρω μου απαλά.

Θα μπορούσα να γεύομαι τα χείλη της για ώρες.

"Αυτό, για ποιο λόγο ήταν;" με ρώτησε όταν το φιλί έσπασε.

"Για να σε θυμάμαι εγώ"

Γλυκά τραγούδησε μουWhere stories live. Discover now