Κεφάλαιο 30- Φεγγάρι στη χάση

421 64 4
                                    


Όπως είπα και πριν, ο Θεός μου χαμογελούσε για πολύ καιρό. Το δωμάτιο του μωρού ήταν σχεδόν έτοιμο. Έλειπαν μόνο κάποιες λεπτομέριες στην διακόσμιση. Τα βασικά όπως αλλαξιέρες, κρεβάτια, ντουλάπες είχαν ήδη μπει. Τα παιχνίδια είχαν πάρει την θέση τους. Όλα περίμεναν το παιδί μου. Ο Σεραφείμ με την παιδική φωνούλα του έλεγε ''μωρό'' και χαμογελούσε. Το πρόσωπό τους φωτιζόταν από το χαμόγελο και τα μεγάλα μαύρα μάτια του έλαμπαν. Τα δικά μου μάτια είχαν βρει την ζωντάνιά τους, η φωνή μου ήταν ζωηρή και μόνο τραγούδια χαρούμενα έβγαιναν από τα χείλη μου. Ο Γιώργος ζωγράφιζε μόνο με φωτεινά χρώματα. Όλοι περιμέναμε. Περιμέναμε τις μέρες... Περιμέναμε τους μήνες... Περιμέναμε το μωρό μας. 

Εκείνο το βράδυ, ο κύριος Φώτης με ειδοποίησε να μην ανέβω στο Νεστόριο την επόμενη μέρα. Το σχολείο θα έλειπε σε μια παρουσίαση ενός προγράμματος. Χάρηκα πολύ. Θα κοιμόμουν λίγο περισσότερο, θα έπαιζα με τον Σεραφείμ, θα ξεκουραζόμουν, θα διάβαζα λίγο... Έτσι και έγινε. Ξύπνησα γύρω στις δέκα. Έπαιξα με τον μικρό και γύρω στη μία αποφάσισα να διαβάσω λίγο πρίν έρθει ο Γιώργος από το σχολείο... Πριν καθίσουμε να φάμε. 

Ανέβηκα στον πάνω όροφο του σπιτιού και κάθισα αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου μου. Άνοιξα τον υπολογιστή και ξεκίνησα να γράφω την εργασία μου ακριβώς από εκεί που την είχα αφήσει την προηγούμενη μέρα. Ο Σεραφείμ έπαιζε με την μπάλα στο χώλ. Η μπάλα γλίστρησε και κύλισε στις σκάλες. Η μπάλα έφτασε στον κάτω όροφο. Ο Σεραφείμ με φώναξε να του την φέρω, μα δεν τον άκουσα καθώς σκεφτόμουν και έγραφα ταυτόχρονα... Αποφάσισε να την πάρει μόνος του. Ήταν σχεδόν ενάμισι χρονών. Αδύναμος αρκετά για να κατέβει μόνος του τόσα σκαλιά. Κατέβηκε δύο. Κατέβηκε τρία. Ήθελε να φτάσει γρηγορότερα στην μπάλα. Και τότε, τότε άκουσα ένα ''μαμά'' και έναν θόρυβο. Πετάχτηκα όρθια και ευχήθηκα αυτό που άκουσα να μην είναι το παιδί. Έφτασα γρήγορα στις σκάλες και είδα το παιδί κάτω. Έτρεξα γρήγορα σε εκείνον μα δεν πρόλαβα να φτάσω. Ένα βιβλίο του Σεραφείμ με έκανε να γλιστρήσω και να πέσω και εγώ. 

Για μερικά λεπτά δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Ένιωθα όλο το σώμα μου να πονάει. Προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου για να δω τον Σεραφείμ. Τα ματάκια του ήταν γεμάτα δάκρυα

''Αγάπη μου μην κλαίς'' του είπα αδύναμη να κάνω οτιδήποτε άλλο. 

''Πήγαινε στο σαλόνι και βγάλε από την τσαντούλα της μαμάς εκείνο που μιλάς με την νονά'' συνέχισα εννοόντας το κινητό μου. Με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Γύρισε πίσω λίγα λεπτά αργότερα. Μου έδωσε το κινητό και με το ζόρι κατάφερα να τηλεφωνίσω στον Γιώργο. Προσπαθούσα ώρα να σηκωθώ. Κοίταξα τα χέρια μου. Υπήρχαν κάποιες μελανιές πάνω τους. Κατάφερα να σηκωθώ. Πήγα στο σαλόνι και ξάπλωσα στον καναπέ. Πονούσα παντού.

Ο Γιώργος γύρισε σχεδόν ένα τέταρτο αργότερα. Δεν είπε κουβέντα. Πήρε τον Σεραφείμ στο αυτοκίνητο και μετά βοήθησε και εμένα να βγώ από το σπίτι. 

''Που πάμε;'' τον ρώτησα

''Που θέλεις να πάμε Τίνα; Στο νοσοκομείο! Ξεχνάς την κατάστασή σου;'' είπε εκνευρισμένος 

''Είμαι ήδη καλύτερα'' του είπα

''Κάνεις σαν μωρό παιδί! Μπορεί να είσαι καλύτερα, παρόλα αυτά θα πάμε έστω και προληπτικά'' 

Από την στιγμή που φτάσαμε στο νοσοκομείο θυμάμαι ελάχιστα. Θυμάμαι τους ορούς, θυμάμαι την γιατρό. Θυμάμαι μόνο μια φράση της: ''δεν μπορούμε να ακούσουμε καθαρά την καρδιά του, θα προσπαθήσουμε σε λίγο πάλι'' . Και προσπάθησαν. Και η γιατρός επανέλαβε την ίδια φράση. Θυμάμαι τα μάτια μου να δακρύζουν χωρίς να καταλαβαίνω πολλά. Θυμάμαι την γλυκιά μου που έτρεξε στο νοσοκομείο. Θυμάμαι τον Γιώργο να λέει ''θα πάμε στην Θεσσαλονίκη'' 

Εκείνο το βράδυ, ο Σεραφείμ έμεινε στο σπίτι της Ευγενίας. Ήταν αδύνατον να τον παίρναμε μαζί μας. 

Εκεί, στην Θεσσαλονίκη, έχασα το παιδί μου. Με ανάγκασαν να το γεννήσω. Και το γέννησα. Μα ποτέ δεν άκουσα το κλάμα του. Ποτέ δεν με άφησαν να το δω. Σωστό παιδάκι μου είχε πει ο Γιώργος αργότερα. Ναι. Σωστό παιδάκι. Ένα σωστό παιδάκι που δεν μπόρεσα ποτέ να δω κι ας ήταν δικό μου. Ένα σωστό παιδάκι που δεν πρόλαβε να δει όλα αυτά που του είχαμε ετοιμάσει. Ένα παιδάκι που είδε το φως του ήλιου, παρά πεθαμένο.

Άκουσα τους γιατρούς να λένε πως θα μου κάνουν μια ηρεμιστική ένεση. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο... Ίσως κοιμήθηκα. Ίσως απλά έχασα τις αισθήσεις μου. Ίσως δεν ήθελα να θυμάμαι...

Η ζωή που δεν ήθελα να ζήσω [GWattpadies]Where stories live. Discover now