Κεφάλαιο 3

1.2K 105 28
                                    


Πέρασαν μέσα από έναν τοίχο και βρέθηκαν μέσα στην παμπ. Κάθισαν σε ένα απόμακρο τραπέζι. "Εδώ δεν θα μας βρουν". Παύση. "Θα σου εξηγήσω τα πάντα". 

"Τι να σας φέρω;" μία κοπέλα με μπλε μαλλιά τους πλησίασε με ένα μπλοκάκι στα δεξιά της και μία πένα στα αριστερά της. "Ένα φλιτζάνι πράσινο τσάι ρόδι, με δύο κύβους ζάχαρης και λίγο γάλα για την κοπέλα. Ένα φλιτζάνι μαύρο τσάι, με δύο κουταλιές μέλι για μένα" η πένα έγραφε μόνη της στο μπλοκάκι, ενώ η κοπέλα τους εξέταζε από πάνω έως κάτω. Μόλις τέλειωσε το γράψιμο η ψιλή της φωνή τους ρώτησε άμα θέλουν κάτι άλλο. Μόλις κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους, έκανε μεταβολή με το μπλοκάκι και την πένα να την ακολουθούν καθώς έφευγε. Η Ερμιόνη κοίταξε παραξενευμένη τον Ντράκο. Πως ήξερε πως πίνω το τσάι; αναρωτήθηκε. Ούτε ο Ρον δεν είχε μάθει ακόμα να της φτιάχνει σωστά ένα φλιτζάνι τσάι και έρχεται εκείνος, με τον οποίο ποτέ δεν είχαν κάνει παρέα, και της παραγγέλνει το σωστό τσάι. Εξάλλου δεν θα μπορούσε να ξέρει ποια γεύση της αρέσει καθώς δεν υπήρχε τσάι ρόδι στο Χόγκγουαρτς, για αυτό έφερνε δικά της φακελάκια από το σπίτι. 

Ο Ντράκο παρατήρησε την παραξενευμένη έκφραση της κοπέλα που καθόταν απέναντί του. Χωρίς να το θέλει ένα χαμόγελο δημιουργήθηκε στα χείλι του. Η καρδιά της Ερμιόνης έχασε ένα χτύπο μόλις τον είδε να χαμογελάει. "Θα αναρωτιέσαι πως ξέρω τι τσάι σου αρέσει και πως το πίνεις" η στάση του είχε γίνει πιο παιχνιδιάρικη. Καθόλου ταιριαστή με την όλη κατάσταση,  όφειλε να ομολογήσει η Ερμιόνη. "Δεν με ενδιαφέρει το τσάι, αν και είναι αρκετά παράξενο που γνωρίζεις και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι γιατί πριν από λίγο μας κυνηγούσαν..." χαμήλωσε τον ήχο της φωνής της "θανατοφάγοι. Αληθινοί. Πραγματικοί. Ολοζώντανοι ΘΑ-ΝΑ-ΤΟ-ΦΑ-ΓΟΙ. Πως είναι δυνατόν αυτό. Είναι εξωπραγματικό. Είναι παράξενο, απλά παράξενο. Περίεργο. Ο... Ο Μέρλιν νομίζω ότι το χάνω σιγά σιγά...". Παύση. "Τι με κοιτάζεις με αυτό το ηλίθιο χαμόγελο.... Σταμάτα... Μην με κοιτάζεις έτσι... Δεν ξέρω άμα το βρίσκεις γοητευτικό αλλά είμαι αρραβωνιασμένη και δεν με ρίχνεις με αυτά..." του έδειξε το δαχτυλίδι στο χέρι της. "ΣΤΑΜΑΤΑ" ενοχλημένη κοίταξε από την μεριά των ιπτάμενων φλιτζανιών που έρχονταν προς το μέρος τους.

Ο Ντράκο άρχισε να γελάει. Τόσο αληθινά. Τόσο ξέγνοιαστα. Ήταν σαν όλα τα άλλα να θόλωσαν και τον έβλεπε για πρώτη φορά.  Το γέλιο του αντηχούσε στα αυτιά της κάνοντας της να αρχίσει να γελάει και εκείνη. Την κοίταξε στα μάτια. Άπλωσε το χέρι του για να βάλει μία τούφα μαλλιών, που είχε βρεθεί μπροστά στα μάτια της, πίσω από το αυτί της αλλά το χέρι του έμεινε μετέωρο. Έπεσα σαν νεκρό πάνω στο τραπέζι. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε αργά αργά από το πρόσωπό του και άφησε μία υποψία χαμόγελου. Η Ερμιόνη ένιωσε την άβολη στάση του και απλά έμεινε να χαμογελάει στο φλιτζάνι της. "Μην πιεις ακόμα καίει" ήταν σαν να μίλαγε στο χέρι του. Δεν κοιταζόντουσαν καθόλου. Η Ερμιόνη δεν τον άκουσε σηκώνοντας το φλιτζάνι της και φέρνοντάς το στα χείλι της. "Αου... ααα... η γλώσσα μου" αναφώνησε πονεμένα. "Στο είπα. Ποτέ δεν περιμένεις" τα μάτια του βρήκα τα δικά της και την κοίταξε με θυμηδία. Η Ερμιόνη τον κοίταξε θυμωμένα, κρύβοντας ένα χαμόγελο που προσπαθούσε να ξεφύγει.

The Broken Time-TurnerΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα