Κεφάλαιο 3°

2.3K 372 63
                                    

Στις 9:30 είμασταν κ’όλας στο πάρτι του πανεπιστημίου. Παραδέχομαι η πρώτη εντύπωση ήταν κάτι παραπάνω από συναρπαστική. Η καφετέρια είχε μετατραπεί σε ένα είδος μπαρ, που σέρβιρε οτιδήποτε μπορούσες να φανταστείς. Ήταν στολισμένη με κίτρινα και κόκκινα φωτάκια που έγραφαν το όνομα της, ή αλλά στιχάκια σε μικρές ταμπέλες που κρέμονταν στους τοίχους. Η μουσική ήταν δυνατή, και οι πάγκοι καθαρίζονταν κάθε τρεις και λίγο με τις πάνινες πετσέτες των υπαλλήλων. Τα ποτά έτρεχαν από τα ποτήρια και από τα χείλια που τα ρουφούσανε με δίψα.

Απέξω, υπήρχε μια πιο απλή ατμόσφαιρα. Φωτάκια στόλιζαν και μπλεκόντουσαν ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων τριγύρω, σαν να ήταν χριστουγεννιάτικα. Ο χώρος ήταν σχετικά ανοιχτός, αν εξαιρέσεις τα χιλιάδες παιδιά που χτυπιόντουσαν σαν μεθυσμένα χταπόδια και συμπίεζαν το ένα το άλλο. Ζευγάρια ή και όχι, ήταν ανακατεμένα με το πλήθος, και φασώνονταν με την ησυχία τους.

Παρόλο που ο James ήρθε και με πήρε, τώρα δεν τον βρίσκω. Ανακατεύτηκε στο πλήθος, όπως και η Alexa. Και πριν το καταλάβω, βρέθηκα να είμαι ένα με το πλήθος, σαν άλλο ένα κομμάτι σε κάποιον ψηφιδωτό πίνακα. Βαριόμουν, και είχα κουραστεί να ψάχνω τις παρέες μου. Εννοώ, ήταν όλα τα ίδια. Χαιρετούσα γνωστούς, χαμογελούσα όσο μπορούσα όταν το αλκοόλ έκαιγε τη γλώσσα μου, και προσποιούμουν πως άκουγα όλα όσα μου λέγανε πάνω από τη δυνατή μουσική. Κουνούσα απλός το κεφάλι μου, και συνέχιζα να χαμογελώ. Ήταν όλα αδιάφορα, συνέχιζα να χαμογελώ μέχρι να βρω κάποιον που να με κάνει να πιστέψω πως αξίζει να ρωτήσω « τι είπες».

Άρχισα να στριμώχνομαι και να παλεύω να βρω κάποια αδιέξοδο αναμεσά σε ένα σωρό συμπυκνωμένα κορμιά. Οι ώμοι μου λύγιζαν, ρουφούσα τη κοιλιά μου, και ύψωνα το κεφάλι μου για να καταφέρω να περπατήσω. Το τσιγάρο τρυπούσε στη μύτη μου, και το αλκοόλ μύριζε από παντού.  Ιδρωμένες σάρκες, αηδιαστικοί ήχοι φιλιών , η επαναλαμβανόμενη μουσική, όλα με κάποιον τρόπο αρχίσαν να με κουράζουν.

Εκείνη τη στιγμή κάποιος σκοντάφτει πάνω μου, και όλο το ποτό στο χάρτινο ποτήρι του τώρα απολάμβανε τη διαμονή του στο φόρεμα μου. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε το μαύρο χρώμα του φορέματος μου να σκουράνει περισσότερο όμως το έκανε. Σχεδόν τσίριξα και άνοιξα αυθόρμητα τα χέρια μου πισωπατώντας. Δεν είχα θυμώσει, ήταν ατύχημα.

«Κοπελιά λέρωσα το φόρεμα σου;» χασκογελάει. « Καλά δεν έχει νόημα τώρα, βγάλτω χωρείς τύψεις» πλησιάζει με το ηλίθιο  χαμόγελο του, ενώ οι φίλοι του πίσω φωνάζουν διαφορά όπως «Οοο» ή να σχολιάζουν «Το ρίξε γκομενάκι».

Scars Where stories live. Discover now