Κεφάλαιο 6°

1.9K 337 55
                                    

Μας είχα πράγματι κλειδώσει έξω. Έξω.. που είναι το έξω; Δεν είχα ιδέα που βρισκόμασταν, είμασταν απλά δυο ξένοι στον ίδιο χώρο. Το μέρος που με είχαν προηγουμένως κλειδωμένη, έμοιαζε με ένα είδους καλύβας μέσα σε μια τεράστια και προκατειλημμένη πόλη. Είχε βραδιάσει, πράγμα που με έβγαλε στο συμπέρασμα πως πέρασε είδη μια μέρα από την εξαφάνιση μου.

Τριγύρω μου ήταν σαν να βρισκόμασταν σε έναν απεριποίητο, και μαραμένο κήπο. Μπορούσα να διακρίνω τα φώτα της πόλεως από μακριά, να φωτίζουν την ξάστερη νύχτα. Κόκκινα, κίτρινα, μπλε, πινακίδες, φώτα των μαγαζιών, των κλαμπ, όλα ήταν μακριά μας και το πανεπιστήμιο ούτε καν που φαινόταν. Είμασταν εκτός πόλεως. Το μόνο αστικό σύμβολο που μπορούσα να δω, ήταν μια στάση απέναντι από εμάς. Δεν υπήρχε μάντρα, φράχτης η οτιδήποτε που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το μέρος που λέγεται φυλακή. Κοιτούσα τριγύρω, όσο ένοιωθα το κρύο, και ο παγωμένος αέρας να σφραγίζουν τη ψύχρα πάνω στο δέρμα μου. Κάθε φορά που ο αέρας φυσούσε, ανατρίχιαζα.

«Γιατί είμαι εδώ; Και που είναι το εδώ;» κοιτάω το σκοτεινό ουρανό σαν να απευθύνομαι σε αυτόν.
Στην αρχη πίστευα πως ο ουρανός μου απάντησε αλλά.. «Πέθανες, και βρίσκεσαι μόνη σου το βράδυ, με ένα πολύ..σέξι αγόρι. Ονομάζεται..παράδεισος.» ψιθυρίζει στο αυτί μου τόσο ανατριχιαστικά που ανασκιρτάω. 

«Πολύ αστείο» γυρίζω και του λέω.

«Καταλαβαίνεις ότι θα μείνουμε εδώ έξω μέχρι να επιστρέψουν οι φλώροι ε;» μου λέει.

Το είχα καταλάβει, από τη πρώτη στιγμή, αλλά φάνηκε πολύ πιο δύσκολο μόλις το άκουσα να το λέει εκείνος. Δεν είμαι άνθρωπος..με ιδιαίτερα άγχη. Συνήθως είμαι χαλαρή, μα τώρα.. τα πράγματα είναι αλλιώς. Δεν είναι μια εργασία που άργησε να παραδοθεί, δεν είναι ένα ραντεβού που έχασα, δεν είναι κανένα απλό καπρίτσιο. Λείπω από το σχολείο εδώ και 1 μέρα χωρίς να έχω δηλώσει σημάδια ζωής από χθες στο πάρτι. Ο κόσμος, οι φίλοι μου..η μητέρα μου, όλοι θα ανησυχούν, θα με ψάχνουν, και ο μονός τρόπος να με δουν, είναι να τους βρω εγω.

Κολλάω τη πλάτη μου στον τοίχο του σπιτιού, και την ρίχνω κάτω αργα. Ώσπου αγγίζω το έδαφος. Η πλάτη μου στηρίζεται ακόμα στο ξύλινο τοίχο. Αναστενάζω δυσανασχετισμένη. Για λίγα δευτερόλεπτα βρισκόμουν στο δικό μου μίζερο κόσμο. Ώσπου να γουρλώσω τα μάτια μου και να γυρίσω για να κοιτάξω πίσω από τον γαλανομάτη.

Εκείνος συνοφρυώνεται , γυρίζει και εκείνος πίσω του για να εντοπίσει αυτό που κοιτάζω. «Τι;» μου λέει.

Scars Where stories live. Discover now