κάτι καινούριο...

2.3K 205 2
                                    

Άλλη μια συνηθισμένη μέρα. Έχω βαρεθεί αυτή τη ρουτίνα. Πήγα στο σχολείο μόνη γυρνώντας στους διαδρόμους δίνοντας μηδενική σημασία στην παλιά παρέα μου. Η Ελευθερία με είχε πρήξει όλη μέρα να μιλήσουμε όμως στο τέλος τσακωθήκαμε και  με άφησε στην ησυχία μου. Κάθισα στην πίσω αυλή παίζοντας με τον αναπτήρα που μου είχε απομείνει από τότε. Το μόνο που κατάφερα να κρύψω και να κρατήσω. Μου έχουν απαγορεύσει ακόμη και το κινητό. Ζωάρα.

"Θες τσιγάρο?" Ακούστηκε μια φωνή από πίσω και γύρισα το κεφάλι αντικρίζοντας ένα παιδί, καινούριο στο σχολείο. Ήταν ψηλός ξανθός με σκουλαρίκια στα αυτιά και στη μύτη. Ήταν όμορφος αλλά γύρισα από την άλλη αγνοώντας τον.
"Δεν πήρα απάντηση." Είναι και πεισματάρης.
"Όχι ευχαριστώ."
"Τότε γιατί παίζεις με τον αναπτήρα?"
"Αχ να χαρείς δεν έχω όρεξη οπότε άμα θες άδειασε μας τη γωνιά." Είπα και πήρα στα χέρια μου την τσάντα μου που είχα αφήσει δίπλα μου.
"Πάρε." Το πακέτο που κρατούσε ήταν ανοιγμένο μπροστά στα μάτια μου και εκείνος μου πρόσφερε τσιγάρα.
"Ευχαριστώ." Είπα τελικά και δέχτηκα να πάρω ένα. Του πρόσφερα φωτιά και κάθισε εκεί από όπου πήρα την τσάντα μου. Δηλαδή δίπλα μου.
"Αντρέας." Το χέρι του με πλησίασε και αφού κάναμε τη γνωστή χειραψία του απάντησα.
"Ζωή."
"Καινούρια?"
"Μπα. Είναι μεγάλη ιστορία."

Η ώρα πέρασε γρήγορα και αφού έχασα τις πρώτες τρεις ώρες αποφασίσαμε να πάμε στην τάξη για το επόμενο δίωρο που μας απέμενε. Ήταν στην ίδια τάξη με εμένα οπότε Καθίσαμε μαζί. Ήταν ευγενικός και τον εμπιστευόμουν αρκετά για πρώτη μέρα. Παρόλα αυτά το μυαλό μου ήταν στο αγόρι από την κατασκήνωση. Που είσαι ρε Τζακ?

...
Ήμουν σπίτι ξαπλωμένη περιμένοντας ένα θαύμα για να εξαφανιστώ από εδώ μέσα. Σκεφτόμουν λύσεις για το πώς μπορώ να γλιτώσω όλο αυτό. Και τελικά κατέληξα σε δύο. Ή να τους κάνω να με επιστρέψουν πράγμα που θα ήταν εφικτό και θα μπορούσα να το σκάσω και από εκεί μετά ή αυτοκτονία.
Όχι δεν το είπα εγώ αυτό. Κι όμως το είπα. Έχω απελπιστεί και δεν αντέχω. Αλλά όχι δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι. Οπότε plan one.

Το θέμα είναι τι να κάνω για να με διώξουν? Ώρες σκέψεων και δεν σκέφτηκα τίποτα καλό. Μονάχα τα κλασικά. Να κάψω το σπίτι? Το αμάξι? Μπααα. Πρέπει να κάνω κάτι που θα δουλέψει σίγουρα. Η πόρτα χτύπησε και η γυναίκα που θεωρείται μητέρα μου μπήκε στο δωμάτιο χωρίς την άδεια μου.
"Έχεις επίσκεψη." Είπε τελικά με ένα υποτιμητικό βλέμμα.

Ενθουσιάστηκα και κατέβηκα αμέσως τις σκάλες του σπιτιού. Μόλις τον είδα χάρηκα αρκετά αλλά αναρωτιόμουν πως ήξερε που ακριβώς μένω.
"Ζωή. Είχες ξεχάσει τα βιβλία της χημείας στο θρανίο." Είπε και χαμογέλασα πονηρά.
"Πέρνα μέσα αγόρι μου." Είπε και καλά η μητέρα μου για να φανεί καλή. Το καλό ήταν πως θα βρισκόμουν επιτέλους με κάποιον και δεν θα ήμουν μόνη.
"Λοιπόν πως και ήρθες και πως ήξερες που μένω?"
"Χαλάρωσε απλά φαντάστηκα ότι ήθελες παρέα αν κρίνω από το ότι γύρισες μόνη σου και δεν μιλάς σε κανένα."
"Α ωραία δηλαδή ήρθες να με πεις αντικοινωνική."
"Δεν εννοούσα αυτό."
"Τέλος πάντων." Καθίσαμε και του είπα για όλα όσα είχαν γίνει. Ήθελα κάποιον να με ακούει. Θα είχα τρελαθεί αν τα κρατούσα μέσα μου άλλο λίγο. Αυτός μου μίλησε και για τη δική του φάση και πως κατέληξε σε αυτό το σχολείο, και κυριότερα σε αυτή την πόλη. Ο πατέρας του είναι μάνατζερ σε μεγάλες επιχειρήσεις, η μητέρα του σεφ σε ακριβό εστιατόριο και ο αδερφός του είναι πρώτο έτος οικονομικά. Γι αυτό και μετακόμισε. Μένει με τον αδερφό του. Αυτά έμαθα.

Ήταν αρκετά ενδιαφέρον σαν άνθρωπος. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν σε εμένα αφού είχα να μιλήσω κάτι βδομάδες με άνθρωπο. Ναι είμαι τιμωρία είπαμε. Τέλος πάντων όλα καλά μέχρι που έφυγε και έμεινα ξανά μόνη. Μου είπε ότι θα περνούσε αύριο να με πάρει για το σχολείο και αφού καληνύχτισε και τους και καλά γονείς μου έφυγε. Δεν ήξερα κάτι ήμουν υπό υιοθεσία και δεν ήθελα ακόμη να το μάθει.

Αυτά γενικά. Μετά με πήρε ο ύπνος και ξύπνησα το επόμενο πρωί φτιάχνοντας τα πράγματα μου για το σχολείο και αφού παίρνοντας ένα τοστ για πρωινό έφυγα για το σχολείο. Εκείνος με βρήκε στην απέναντι γωνία του σπιτιού και φύγαμε μαζί. Μιλούσαμε και όλη η υπόλοιπη μέρα πέρασε πιο χαρούμενα και ήταν πιο ενδιαφέρον από όσο είχα συνηθίσει, πράγμα που με έκανε να χαμογελάσω έστω και ψεύτικα για μια στιγμή.

Όλα τέλεια μέχρι που γύρισα σπίτι και κάθισα όντως μόνη μου. Τι να έκανε Εκείνος? Σίγουρα θα με είχε ξεχάσει. Ή με σκέφτεται?

Τζακ POV

"Άλλο ένα." Έκανα νόημα στο παιδί στο μπαρ και μου πάσαρε άλλο ένα ποτήρι Bacardi. Ήταν το 9ο ή 10ο που έπινα συνεχόμενα και είχα αρχίσει να ζαλίζομαι.
"Κολλητέ ξεκόλλα θα κάνεις μαλακία και το ξέρεις άμα συνεχίσεις με το ποτό." Ακούστηκε η φωνή του Άγγελου σαν βουητό στα αυτιά μου και όμως είχε απόλυτο δίκιο. Και το ήξερα. Αλλά δεν μετανιώνω που έπινα. Με βοηθούσε να μην σκέφτομαι.
"Έλα πάρε και εσύ κανένα ρε μαλάκα. Γκαρσόνι άλλα δύο πιάσε." Είπα απευθυνόμενος στο παιδί που μου έφερνε τα ποτά. Αυτός τα ακούμπησε δίπλα μου και ο Άγγελος μου άρπαξε το χέρι πριν προλάβω να πιάσω το ποτήρι στο χέρι μου.
"Τζακ άστο κάτω δεν σου κάνει καλό." Είπε και θύμωσα.
"Άσε το χέρι μου και αν συνεχίσεις να με αγγίζεις θα γίνει της πουτάνας εδώ μέσα." Είπε άγρια έτοιμος να του ορμήξω.
"Τζακ ηρέμησε μην κάνεις κάτι που θα μετανιώσεις." Είπε πάλι εκείνος και το χέρι μου χτύπησε με δύναμη το πρόσωπο του. Ο κόσμος μαζεύτηκε τριγύρω και την επόμενη στιγμή τον άκουσα να φωνάζει.
"Μαλάκα Τζακ. Γαμώτο τι έχεις πάθει?"
"Θα σου δείξω εγώ τι έχω πάθει." Είπα και πριν προλάβω να τον χτυπήσω ένιωσα το στομάχι μου να ανακατεύεται και έπεσα κάτω. Γονάτισα και ξέρασα τα πάντα από μέσα μου. Είχα όντως πιει υπερβολικά πολύ και είχε δίκιο. Τι μαλακίες κάνω?

 Εκείνος ήρθε από πάνω μου και αφού έβαλε μια χαρτοπετσέτα στο ματωμένο μάτι του με σήκωσε με προσπάθεια.
"Ευχαριστώ μαλάκα. Και συγγνώμη δεν το ήθελα." Είπα έχοντας ξυπνήσει λίγο από το μεθύσι και μετά λιποθύμησα χάνοντας τις αισθήσεις μου.

______________________________________
Συγγνώμη που Αργώ να ανεβάσω απλά είναι και οι εξετάσεις τώρα.. 
Τεσπα
💬+⭐όποιος θέλει γιατί με βοηθάει
Θενξ

Η Κατασκήνωση... Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα