Rewritten

2.2K 195 5
                                    

"Είμαι μαλάκας ναι. Αν και είναι μεγάλη βλακεία σε θέλω." Είπε και τον κοίταξα άφωνη.
"Αντρέα δεν.." Έχω άλλον στο μυαλό μου όσο και να θέλω δεν μπορώ.
"Το περίμενα. Δεν πειράζει άστο Ζωίτσα θα τα πούμε." Γύρισε για να φύγει όμως τον έπιασα γρήγορα και τον γύρισα προς την πλευρά μου. Ένιωθα πολύ άβολα αφού δεν ήθελα να γίνει κάτι μεταξύ μας όμως ένιωθα και άσχημα για εκείνον.
"Δεν ξέρω πως έγινε μέσα σε δύο μέρες. Βασικά όταν σε είδα στην αρχή τότε στην πίσω αυλή ήταν ευκαιρία για να σου μιλήσω. Ήθελα καιρό απλά τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ξέρεις.. "
"Ρε Αντρέα σου έχω πει.."
"Άστο Ζωή. Ξέρω απλά ήθελα να σου πω. Άντε τα λέμε." Έφυγε και με άφησε μόνη μου. Ουάου. Πάλι σκατά τα έκανα. Αλά δεν φταίω εγώ έτσι? Φταίω?

Αν ήμουν τώρα με τον Τζακ όλα θα ήταν τέλεια. Ούτε προβλήματα ούτε τίποτα. Φόρεσα την ζακέτα μου και βγήκα βόλτα. Είχα μάθημα αγγλικών εκείνη την ώρα αλλά αντί αυτού πήγα στην παλιά παιδική χαρά δίπλα στο πάρκο. Κάθισα στην κούνια και περίμενα να γίνει κάτι. Οτιδήποτε.

Μια παρέα με παιδιά που δεν είχα δει ξανά εμφανίστηκε στο οπτικό πεδίο μου. Κοίταξα αδιάφορα και ήρθαν προς το μέρος μου.
"Γιατί μόνη?" Είπε η κοπέλα με τα τατουάζ.
"Γιατί να έχω κάποιον? Μπορώ και έτσι." Απάντησα και τους Κοίταξα έναν έναν παρατηρώντας τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους.
"Σε κόβω του στυλ μας. Ψήνεσαι να έρθεις μαζί?" Είπε δείχνοντας προς την αντίθετη πλευρά του δρόμου.
"Για πού?" Το χέρι της βγήκε από την τσέπη και άναψε τον αναπτήρα.
"Μια τζούρα μόνο." Είπε και αφού κατάλαβα τι εννοούσε ακολούθησα.
"Αθηνά. Από εδώ η Γεωργία, ο Σπύρος και ο Ραφ. Ραφαήλ αλλά τον φωνάζουμε έτσι για συντομία.
"Ζωή χάρηκα." Και κάπου εδώ άρχισε πάλι η ρουτίνα μου να αποκτάει νόημα.

Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και εκείνοι έβγαλαν το πράγμα. Άρχισαν να παίρνουν ο καθένας από λίγο και εγώ με τη σειρά μου. Δεν είχα συνηθίσει κι έτσι κατέληξα να κάνω μαλακιες του τύπου να φωνάζω να τρέχω μόνη μου και οτιδήποτε άλλο. Χωρίς να το καταλάβω είχα απομακρυνθεί από τα παιδιά και ήμουν ανάμεσα σε κάτι δέντρα. Άρα λογικά στο πάρκο. Μια γνώριμη φωνή ακούστηκε από δίπλα μου και μια θολή φιγούρα εμφανίστηκε στο πεδίο μου για άλλη μια φορά.
"Ζωή? Τι έχεις?" Φώναζε ανήσυχος ο Αντρέας πιάνοντας το πρόσωπο Μου με τα χέρια του.
"Ζωούλα?" Η φωνή του μετατράπηκε μέσα από τη μια στιγμή στην άλλη παίρνοντας τον τόνο του Τζακ και μετά από λίγο η μορφή του άλλαξε επίσης βλέποντας εκείνον. Ο Τζακ ήταν εδώ. Ήταν μπροστά μου.
"Είσαι εδώ." Είπα μέσα από την ζάλη και τον αγκάλιασα. Μου είχε λείψει. Και τον κοιτούσα στα μάτια με ένα χαρούμενο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη μου.
"Τι λες Ζωή?" Τι εννοεί?
"Κι εσύ τι περιμένεις? Φιλά με." Του είπα αρχίζοντας να ανησυχώ πως κάτι συνέβαινε.
"Ξυπνά. Τι έχεις πάρει?" Αυτό μου έλεγε πάντα. Δεν μπορεί να μην είναι αυτός. Χωρίς να πω τίποτα παραπάνω ένωσα τα χείλη μας. Αυτός έπιασε τη μέση μου και συνέχισε αργά το φιλί μας. Προσπαθούσα να το κάνω πιο βίαιο αλλά και πάλι τίποτα. Πώς γίνεται να μην νιώθω τίποτα? Δεν γίνεται. Ήταν στα αλήθεια Αυτός? Συνέχισα να φιλάω παθιασμένα ελπίζοντας πως θα ανταποδώσει όμως τίποτα.

Η Κατασκήνωση... Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα