Chapter 50

5.9K 370 150
                                    

Αμ αμ αμ πότε πήγαμε κεφ 50;

«Ελπίζω να έχεις μια πολύ καλή δικαιολογία νεαρή μου», αγριεύει την έκφραση της η μητέρα μου και κάθεται στην καρέκλα.

Κλείνω την πόρτα πίσω και μου ξεροκαταπίνω πλησιάζοντας τους εκνευρισμένους και κόκκινους από τα νεύρα γονείς μου.

Αρχίσαμε…

«Κάθισε», προστάζει ο πατέρας μου δείχνοντας μου την καρέκλα ακριβώς μπροστά του και αφήνω μια αηχη ανάσα.

Κάνω ότι μου λέει και φέρνω τα χέρια μου επάνω στο τραπέζι. Νιώθω λες και ετοιμάζονται να μου πάρουν ανάκριση.

Αυτό θα γίνει ηλίθια.

Αγνοώ το ηλίθιο υποσυνείδητο και κάνω φοκους στην τραγική κατάσταση που βρίσκομαι.

ΠΩΣ ΜΠΛΕΧΤΗΚΑ ΕΤΣΙ

Η Εύα τελικά είναι περισσότερο τούβλο από ότι νόμιζα, εφόσον δεν μπορεί να πει ένα ψέμα χωρίς να την πάρει είδηση κάποιος.

Ναι, να δούμε πως θα τα πας εσύ με το ψέμα που ετοιμάζεις να πεις στη μάμα και τον πάπα.

Ρολάρω σαρκαστικά τα μάτια μου.

«Πού ήσουν τέτοια ώρα;», φωνάζει η μητέρα μου και αυτομάτως πετάγομαι τρομαγμένη.

Εεεε αμμμμ χμμμμ, συγκεντρώσου Φαίδρα κοπέλα μου.

«Με τον Άγγελο. Κάναμε βόλτες.
Μου είχε λείψει», ξεφρουνίζω γρήγορα κουνώντας τα χέρια μου.

Καρφώνεσαι ηλίθια

Τιι; Καλέ; Εγώ;
ΠΕΣ ΜΟΥ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
Η ΠΙΕΣΗ ΦΤΑΙΕΙ ΑΣΕ ΜΕ!

*Με κοιτάζει σαν να είμαι εξωγήινος*

«Με τον Άγγελο; Μας κοροϊδεύεις;», χτυπάει το χέρι του ο πατέρας μου στο τραπέζι του σαλονιού, κάνοντας τα μήλα να αναπηδησουν από την δύναμη.

ΑΑΑΑΑΑ θα με πάρουν χαμπάρι και θα πεθάνω τόσο νέα.

Η μητέρα μου σηκώνεται όρθια και στέκεται πάνω από το κεφάλι μου σαν κουκουβάγια. Η γεράκι. Η κάτι τέλος πάντων. «Δεν σήκωνες το τηλέφωνο οπότε πήγαμε στην Δάφνη η οποία μας είπε πως είσαι στην Εύα. Πήγαμε στην Εύα και η Εύα μας είπε ότι είσαι στην Δάφνη».

Κάηκα.

«Πως το εξηγείς αυτό;»

«Εμ να κοίτα», αρχίζω να λέω.
«Αστεία ιστορία. Θα γελάσεις», τον καλοπιάνω και χτυπάει ξανά το χέρι του πάνω στο τραπέζι.

MINE? [✓]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα