Chapter 55

5.8K 361 159
                                    

ΣΟΡΡΥ ΠΟΥ ΑΝΕΒΗΚΕ ΑΡΓΑ ΕΤΡΩΓΑ ΠΑΣΤΙΤΣΙΟ ΧΕΧΕΧΕ^^

«Μάνα, ήρθα με την Φαίδρα», φωνάζει ο Στέφανος μέσα στο αυτί μου.

Αααουτς

Το τύμπανο μουυ

Η μητέρα τους μας πλησιάζει σκουπίζοντας τα χέρια της σε μια πετσέτα και το βλέμμα της πέφτει πάνω μου.

Την κοιτάζω αμήχανη και σηκώνω το χέρι μου σε φάση *χεχ* και μου χαρίζει ένα χαμόγελο.

Τα μάτια της εστιάζουν στην μικρή βαλίτσα που κρατάει ο Στέφανος και ομολογώ να πω πως δεν έχω νιώσει πιο άβολα μπροστά της.

«Δεν σε πειράζει να μείνει κάποιες ημέρες εδώ, έτσι δεν είναι;», την ρωτάει για σιγουριά. Η κυρία Μαρία χαμογελάει κουνώντας αμέσως το κεφάλι της αρνητικά.

Θα είχε φτάσει να έλεγε ένα, φυσικά και με πειράζει...

Βασικά, καθόλου φάση. Θα την απέφευγα για, χμμμμ...

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Γιατί αντικείμενα μιλώντας θα είχα γίνει ρεζίλι.

«Φυσικά. Μπορείς να κάτσεις όσο θέλεις κορίτσι μου», μου απευθύνεται γλυκά και γυρίζει πίσω στην κουζίνα.

Μυρίζω κοτόπουλοο

Εμείς ανεβαίνουμε τα σκαλιά όταν η φωνή της μητέρας του ακούγεται.
«Σε δέκα λεπτά κατεβείτε να φάμε».

Αφού της γνεψουμε θετικά ανεβαίνουμε τα σκαλιά. Ο Στέφανος ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα με εμένα να τον ακολουθώ.

«Χμμμ λοιπόν, θα βάλουμε τα ρούχα σου στην δική μου ντουλάπα», ψιθυρίζει και αδειάζει τα ήδη τσαλακωμένα ρούχα μου σε όλη την έκταση του κρεβατιού του.

Βγάζει το φούτερ του και κάνοντας το κουβάρι το πετάει στο έδαφος.

Ναι, δεν το έχει και ιδιαίτερα με την τακτοποίηση.

Βασικά, ποιός το έχει;

Ριλι τώρα, τα παιδιά στην ηλικία μας είναι κάπως έτσι.

Αν και εγώ παίζει να είμαι εξαίρεση διότι δεν μπορώ την ακαταστασία.

Καθόλου όμως.

Μη αφήνοντας τον να συνεχίσει ότι είχε αρχίσει να λέει τραβάω απαλά το χέρι του για να έρθει κοντά μου.

Ξαφνιάζεται μα γελάει στραβά και ρολάρω για λίγο τα μάτια μου.
«Ευχαριστώ», ψιθυρίζω τραβώντας τον στην αγκαλιά μου.

MINE? [✓]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα