Κεφάλαιο Ι

30 3 2
                                    

Η μικρή Λίλη όπως και κάθε σούρουπο έπαιζε με την γατούλα της στην αυλή του μικρού σπιτιού που βρισκόταν στο Tessin της Ελβετίας. Η μικρούλα άρχισε να την κυνηγάει για να της φορέσει μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό.Πιστευε ότι θα της ταίριαζε. Εκείνη όμως δεν καθόταν. Τότε άκουσε κάποιον να την φωνάζει.
«Λίλη άσε την γάτα κορίτσι μου. Την φοβίζεις.»ειπε ο παππούς.
«Μα παππού θα της πηγαίνει πολύ. Δεν στέκεται λίγο σε μια γωνιά να της την φορέσω.»παραπονεθηκε η μικρούλα.
Ο παππούς χαμογέλασε με την παιδικοτητα και την αθωότητα της εγγονής του.Ηταν μόλις 10 χρονών. Τοτε την πλησίασε και πιάνοντας τα μικρά της χέρια που κρατούσαν ακόμη την κορδέλα της είπε:
«Μου θυμίζεις τόσο πολύ την μητέρα σου. Κι εκείνη έτσι πεισματάρα ήταν. Αν δεν γινόταν το δικό της... Θα έσκαγε.»
«Τι είναι πεισματάρα παππού;» ρώτησε η μικρή.
Ο παππούς γέλασε για ακόμη μια φορά κάνοντας την μικρή να συνοφρυώσει τα φρύδια της.
«Όντως είσαι ίδια η μητέρα σου. Πεισματάρα είναι εκείνη η γυναίκα που θέλει να γίνεται το δικό της με οποιοδήποτε τρόπο. Κι εσύ αυτό ακριβώς κάνεις. Η γάτα δεν θέλει να της φορέσεις την κορδέλα. Νομίζω ότι θέλει περισσότερο να της δώσεις λίγο νερό και κάτι να φάει.»
Η μικρή Λίλη κοίταξε την γάτα που καθόταν μπροστά στο μεγάλο πλάτανο.Φαινοταν πεινασμένη. Είχε δίκιο ο παππούς.
«Τι να της δώσω να φάει;»
«Έλα πάμε μέσα κάτι θα βρούμε.»
«Ναι παππού αλλά η κορδέλα; Είναι πολύ όμορφη δεν θέλω να την πετάξω.» είπε παραπονεμένη δείχνοντας την στον παππού της.
Ο παππούς έσκυψε και πήρε την κορδέλα από τα χέρια της και της είπε:
«Νομίζω ότι εσένα θα σου πηγαίνει καλύτερα.» χτένισε τα μακριά κοκκινοξανθα μαλλιά της και της φόρεσε την κορδέλα.
«Έτσι νομίζω είναι καλύτερα.» είπε ο παππούς κάνοντας την μικρή να χαμογελάσει.
«Λοιπόν τώρα ώρα για ύπνο. Αύριο θα πάμε στην εκκλησία.»
«Εντάξει παππού. Αλλά θα μου πεις ένα παραμύθι;» είπε η Λίλη στον παππού της κάνοντας μια γλυκιά γκριμάτσα. Ήξερε ότι ο παππούς δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτό.
Ο παππούς χαμογέλασε με την κατάντια του να τον κάνει ένα 10χρονο κορίτσι ό,τι θέλει.
«Θα σου πω, θα σου πω. Πήγαινε να βάλεις τη νυχτικιά σου και θα έρθω σε λίγο.»
Η μικρή τού χαμογέλασε πλατιά και τον αγκάλιασε σφιχτά. Αμέσως έτρεξε στο δωμάτιό της και έβγαλε το κουρελιασμένο της φόρεμα. Δεν είχε και πολλά ρούχα άλλωστε. Έβγαλε από το μπαούλο που είχε τα ρούχα της το επίσημο φόρεμά της που το φορούσε στην εκκλησία. Το άπλωσε στην παλιά πολυθρόνα της γιαγιάς που βρισκόταν στο δωμάτιό της. Το χάζευε με τις ώρες. Ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχε στη ζωή της.
"Όταν θα μεγαλώσω δεν θα μου χωράει πια. Μακάρι να μη μεγάλωνα ποτέ."σκέφτηκε η μικρή.
"Δεν πειράζει. Θα το κρατήσω κι ας μη μου κάνει.„
Η Λίλη φόρεσε την νυχτικά της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της που αν και ήταν παλιό ήταν άνετο. Τότε άκουσε την πόρτα της να χτυπα. Ήταν ο παππούς.
«Ώρα για παραμύθι, μικρή πριγκίπισσα» της είπε γλυκά.
Η μικρή χαμογέλασε. Πάντα της άρεσε να ακούει ιστορίες του παππού. Ένιωθε σαν να ταξιδεύει σε άλλους τόπους.
«Λοιπόν; Ποια ιστορία θέλεις να σου πω;»
«Εκείνη με την όμορφη κοπέλα που μεταμόρφωσε ένα τέρας σε όμορφο πρίγκιπα. Είναι η αγαπημένη μου!»
«Το ήξερα ότι θα μου πεις αυτή.Σου αρέσουν οι ρομαντικές ιστορίες ε;» είπε ο παππούς κάνοντας την μικρή να κοκκινίσει.
«Ήταν, λοιπόν μια φορά και έναν καιρό μια όμορφη κοπέλα που ζούσε με τον φτωχό πατέρα της στην εξοχή. Μια μέρα ο πατέρας έπρεπε να κάνει ένα μακρινό ταξίδι για δουλειά αφήνοντας την κόρη του στο σπίτι. Όμως στο δρόμο της επιστροφής ξέσπασε καταιγίδα εξαιτίας της οποίας ο γέρος άνδρας χάθηκε στο δάσος.»
«Ο καημενούλης! Πρέπει να είχε τρομάξει πολύ.» είπε η μικρή διακόπτοντας την αφήγηση του παππού.
«Φυσικά. Τότε βρέθηκε στο δρόμο του ένα μεγάλο παλάτι. Εντυπωσιάστηκε από την μεγαλοπρέπειά του και τον μεγάλο κήπο του παλατιού. Κατέβηκε από το άλογό του και πλησίασε την μεγάλη καγκελόπορτα και χτύπησε το μεγάλο καμπανάκι ελπίζοντας κάποιος να του ανοίξει...»
*****
«Ήταν τέλεια η ιστορία παππού. Κάθε φορά την λες και καλύτερα. Μου αρέσει πάρα πολύ.Αλλα δεν μπορώ να καταλάβω κάτι. Πώς είναι δυνατόν να αγαπήσεις ένα τέρας;» ρώτησε η μικρή με περιέργεια.
«Όταν κάποιος έχει μέσα του αγάπη μπορεί να έχει τα πάντα στη ζωή. Αυτό μας κάνει όμορφους. Η αγάπη στην ψυχή. Όσο κακός κι αν είναι ο άλλος... Αν του δείξεις αγάπη μπορεί να αλλάξει. Και το τέρας την αγάπησε πολύ την κοπέλα όπως κι εκείνη.»
«Μα πώς; Ήταν πολύ άσχημο και κακό. Ήταν πολύ εγωιστικό.»
«Το άλλαξε η αγάπη του για την κοπέλα και η μετάνοιά του για όλα όσα έκανε στο παρελθόν. Η κοπέλα το είδε αυτό και τον αγάπησε κι εκείνη παρά την αποκρουστική του όψη.»
«Δηλαδή η αγάπη γιατρεύει τα πάντα;»
«Τα πάντα μικρή μου.»
«Ακόμα και τους πιο κακούς ανθρώπους του κόσμου;»
«Ναι ακόμη και αυτούς.Αν είναι βασανισμένες ψυχές και ζουν στην δυστυχία τότε μόνο η αγάπη μπορεί να τους γιατρέψει. Αυτό θέλει και ο Θεός να αγαπάμε.»
«Λοιπόν, ύπνο τώρα.»
Ο παππούς σηκώθηκε από το κρεβάτι της Λίλη και την σκέπασε με την κουβέρτα. Της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο, την καληνύχτησε και βγήκε από το δωμάτιο σβήνοντας το κερί που ήταν το μόνο που φώτιζε το δωμάτιο.

Μια Νέα Εποχή Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα