Το Τραγούδι της Ελευθερίας

4 2 0
                                    


Ήταν χειμώνας. Οι κάτοικοι του νησιού δεν είχαν πολλές επιλογές για την ψυχαγωγία τους. Η πρώτη ήταν να επισκεφτούν το σινεμά, το οποίο έπαιζε συνεχώς επαναλήψεις παλιών ελληνικών ταινιών. Η δεύτερη επιλογή, ήταν να φάνε βραδινό σε κάποιο παραδοσιακό φθηνό μαγαζί. Όλα τα καλά, ακριβά μαγαζιά άνοιγαν μόνο το καλοκαίρι, όταν τουρίστες επισκέπτονταν το μέρος. Η τελευταία επιλογή τους ήταν να μείνουν στο σπίτι και να βρουν έναν τρόπο να διασκεδάσουν εκεί. Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, τα χρόνια. Και παράλληλα με την πίεση της δουλειάς του, ο καθένας έπρεπε να βρει αντοχή και όρεξη για τις αγγαρείες του σπιτιού επίσης. 

Έτσι, στη σπάνια περίπτωση που δινόταν στους κατοίκους του Ντίσταντ Άιλαντ να παρακολουθήσουν κάτι διαφορετικό, φρόντιζαν να την αξιοποιήσουν. 

Αυτό συνέβη, λοιπόν, κι εκείνο το παγερό βράδυ, στα τέλη του Ιανουαρίου. Ένα κονσέρτο ήταν προγραμματισμένο να λάβει μέρος στο νησί. Κι όλοι οι κάτοικοι ανεξαιρέτως, ήταν πρόθυμοι να το παρακολουθήσουν. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο φαροφύλακας, ο Ανδρέας, με τη σύζυγό του, Οφηλία. Οι δύο τους άκουγαν όλους τους συνομήλικούς τους να μιλούν ασταμάτητα γι' αυτό το κονσέρτο επί μήνες, κι έτσι η περιέργεια άρχισε να τους καταλαμβάνει. 

Η ώρα ήταν εννιά το βράδυ. Η πλειοψηφία των κατοίκων βρισκόταν ήδη μπροστά από τη σκηνή, πάνω στην οποία ο ταλαντούχος πιανίστας θα ξεκινούσε από λεπτό σε λεπτό να παρουσιάζει τις ικανότητές του. Ένα μικρό ποσοστό βρισκόταν μόλις στο δρόμο για την πλατεία. Μερικοί έφευγαν από τα σπίτια τους, ελπίζοντας για μία ενδιαφέρουσα, και γεμάτη μουσική νύχτα. Άλλοι έφευγαν από τις δουλειές τους, κλειδώνοντας τις πόρτες των μαγαζιών τους προσεκτικά. Τα ποσοστά εγκληματικότητας ήταν ιδιαίτερα υψηλά τους τελευταίους μήνες, παρά το γεγονός πως το νησί είναι αρκετά μικρό και οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους. 

Ο Ανδρέας και η Οφηλία ήταν από τους τελευταίους που έφτασαν στην εκδήλωση. Καθυστέρησαν λόγω της αλλαγής στο πρόγραμμα της Οφηλίας. Εδώ και πολύ καιρό προσπαθούσε να βρει μία ενδιαφέρουσα ιστορία να γράψει. Δυστυχώς, όμως, δεν είχε καθόλου έμπνευση. Εκείνο το βράδυ προσπαθούσε απεγνωσμένα να πείσει έναν εκδοτικό οίκο ότι τα κείμενά της αξίζουν. Παρουσίασε δεκάδες ιστορίες που είχε γράψει τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς, καμία δεν εντυπωσίασε τους αυστηρούς κριτές του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου. Κουρασμένη και απογοητευμένη, κατέβηκε από το σπίτι στις εννιά και πέντε. Παρκαρισμένο ακριβώς κάτω από το σπίτι τους, ήταν το αμάξι και μέσα, στη θέση του οδηγού, καθόταν ο Ανδρέας. Μόλις είδε τη σύζυγό του να κλείνει την εξώπορτα, βγήκε από το αμάξι και περπάτησε προς το μέρος της. Γνώριζε για τις δυσκολίες στη δουλειά της. Και ήταν πάντα υποστηρικτικός σε αυτόν τον τομέα. 

Η Οφηλία έτρεξε προς το μέρος του. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόταν χωμένη στην αγκαλιά του. Ένα αίσθημα ηρεμίας την κατέκλυσε. Ήξερε πως θα συνέχιζε να προσπαθεί. Αλλά επίσης γνώριζε πως αυτός ο άνθρωπος που βρίσκεται δίπλα της, δεν την έκρινε ποτέ για τις αποτυχίες της. 

" Θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες. " Της είπε ήρεμα ο Ανδρέας, τη στιγμή που τα σώματά τους απομακρύνονταν το ένα από το άλλο. 

Εκείνη έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε. Το ξέρει αυτό. Σίγουρα θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες. Το να το λέει όμως ένας άνθρωπος που εκτιμά τόσο, της έδωσε ακόμα περισσότερη δύναμη. 

" Πάμε να περάσουμε καλά τώρα! " Φώναξε ο Ανδρέας και οι δύο τους κινήθηκαν προς το αμάξι. 

Φτάνοντας στην εκδήλωση, όλες οι μπροστινές θέσεις ήταν πιασμένες. Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να καθίσουν πίσω και να περιμένουν για τους φίλους τους. 

Χάρη σε μερικά τεχνικά προβλήματα - κανένας στο νησί δεν ήταν μεγάλος γνώστης της τεχνολογίας, δεδομένου ότι επέλεγαν να ζουν πιο "απλά" - η εκδήλωση είχε καθυστερήσει. Η ώρα ήταν δέκα παρά, όταν ο πιανίστας ανέβηκε στη σκηνή. Σε αυτή τη φάση, οι φίλοι του νιόπαντρου ζευγαριού είχαν έρθει και μοιράζονταν όλοι μεταξύ τους τα τελευταία τους νέα. Τη στιγμή, όμως, που ο άντρας ανέβηκε στη σκηνή, όλοι σταμάτησαν να μιλούν. Ακολούθησαν μερικά λεπτά σιγής και μετά ξεκίνησαν οι ψίθυροι. Ο πιανίστας, φυσικά δεν έδωσε σημασία σε κανέναν. Ήλεγξε τα πάντα, υποκλίθηκε, χωρίς να πει κουβέντα, και κάθισε στη θέση του. Καθ' όλη τη διάρκεια του κονσέρτου, καμία και κανένας δεν άκουσε τη φωνή του ή είδε το πρόσωπό του. Ακριβώς, το πρόσωπό του παρέμεινε καλυμμένο μέχρι και τη στιγμή που ο μυστηριώδης άντρας έφυγε κατέβηκε από τη σκηνή. 

Παρ' όλα αυτά, η μεγαλύτερη έκπληξη δεν ήταν η μυστηριώδης αύρα του καλλιτέχνη. Αλλά το ταλέντο του, που άφησε τους πάντες άφωνους. Προφανώς, ο άγνωστος άντρας επιθυμούσε να κρατήσει την ταυτότητά του κρυφή, αλλά η ικανότητά του να παίζει το πιάνο ήταν ολοφάνερη. Όλοι εντυπωσιάστηκαν. Αλλά κανένας δεν εντυπωσιάστηκε περισσότερο από την Οφηλία. Η οποία όχι μόνο παρέμεινε αφοσιωμένη στον καλλιτέχνη μέχρι το τέλος της παράστασής του, αλλά συνέχισε να μιλάει γι' αυτή και τις επόμενες μέρες. Σιγά σιγά, ο θαυμασμός για τον άγνωστο πιανίστα μετατράπηκε σε θαυμασμός για το ίδιο το πιάνο. 

Ξεκίνησε να μαθαίνει να παίζει σε ένα φθηνό μεταχειρισμένο πιάνο, το οποίο μετακίνησε από το κέντρο της πόλης μέχρι το σπίτι τους, ο αδερφός της, με το μεταχειρισμένο αγροτικό του. Στην αρχή, ο Ανδρέας ανησυχούσε. Έβλεπε τη σύζυγό του να εξασκείται κάθε μέρα για ατελείωτες ώρες και να μη γράφει καθόλου. Κανένας στην οικογένειά της δεν είχε κλίση στη μουσική. Κανένας γενικά δεν είχε ασχοληθεί με τις τέχνες. Αλλά αυτό η Οφηλία το είχε ήδη αλλάξει, όταν επέλεξε να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Το πιάνο ήταν απλά μία ακόμα πρόκληση για εκείνη. 

Αρχικά, δεν τα πήγαινε καλά. Κάθε φορά που ο Ανδρέας γυρνούσε στο σπίτι, ήταν αναγκασμένος να ακούει τους άρρυθμους χτύπους και την αγανάκτηση της νεαρής Οφηλίας. Όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε. Καταλάβαινε πως αυτό ήταν κάτι που η ίδια ήθελε να κάνει. Και δεν είχε σκοπό να μπει εμπόδιο στο δρόμο της. 

Με τον καιρό, η Οφηλία άρχισε να γίνεται καλύτερη. Υπήρχαν κομμάτια, τα οποία ακούγονταν συμπαθητικά έως όμορφα. Και πάλι όμως, τρεις μήνες μετά το ξεκίνημα της νέας της περιπέτειας, δεν είχε καταφέρει να παίξει ούτε ένα ολοκληρωμένο τραγούδι.

Η αδυναμία της αυτή την έκανε να πεισμώσει ακόμα περισσότερο. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να μην κάνει τίποτα άλλο, πέρα από το να εξασκείται σε ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Είχαν περάσει πέντε μήνες και η Οφηλία δεν είχε γράψει τίποτα. Τα οικονομικά του ζευγαριού είχαν αρχίσει να χειροτερεύουν, καθώς ο μισθός του Ανδρέα δεν έφτανε για να συντηρήσει και τους δύο. Ο ίδιος ο σύζυγός της την παρακαλούσε να ξεκινήσει να γράφει πάλι, να μοιράσει τον χρόνο της ανάμεσα στις δύο ασχολίες της. Αλλά εκείνη δεν τον άκουγε. Επιπλέον, είχε σταματήσει να ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού, είχε σταματήσει να μαγειρεύει, να τρώει, να κοιμάται σωστά, ακόμα και να βγαίνει έξω. Ήθελε απεγνωσμένα να ολοκληρώσει ένα συγκεκριμένο τραγούδι, "Το Τραγούδι της Ελευθερίας".

Είχαν περάσει έξι μήνες πλέον και η Οφηλία ήταν ακόμα κολλημένη με αυτό το τραγούδι. Η νέα της ασχολία είχα αποδειχθεί τελικά τοξική και για την ίδια, αλλά και για τον γάμο της. Ο Ανδρέας, παρά το γεγονός πως προσπαθούσε να δείξει κατανόηση, ήταν πλέον αγανακτισμένος. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα άκουγε το ίδιο τραγούδι. Ή, πιο σωστά, μέρη του ίδιου τραγουδιού. Μερικές φορές ήταν αναγκασμένος να μένει στον φάρο για να βρει λίγη ησυχία. Αλλά δεν ήταν ο μόνος που βασανιζόταν από το νέο χόμπι της Οφηλίας. Η οικογένειά της ανησυχούσε για εκείνη επίσης. Δεν τους είχε επισκεφτεί καθόλου αυτούς τους μήνες. Δεν τους έπαιρνε τηλέφωνο, και γενικά τους απέφυγε μανιωδώς, όπως έκανε με κάθε άτομο στη ζωή της γενικά. 

" Τουλάχιστον κάνε ένα διάλλειμα, να βγούμε για μία βόλτα. " Την παρακαλούσε ο Ανδρέας. 

" Δεν πάω πουθενά, αν δεν τελειοποιήσω πρώτα αυτό το τραγούδι. " Απαντούσε η Οφηλία. 

" Οφηλία, μπορείς να μειώσεις λίγο τις ώρες που παίζεις πιάνο. " 

" Όχι, χρειάζομαι εξάσκηση για να βελτιωθώ. "

Όλες οι προσπάθειες του Ανδρέα να κάνει την αγαπημένη του να περάσει λίγο χρόνο μαζί του ή με κάποιο άλλο γνωστό της πρόσωπο, ή να διαπραγματευτεί λίγο σχετικά με τις ώρες που εκείνη περνούσε στο πιάνο, ναυάγησαν. 

Κι ενώ οι μέρες συνέχισαν να περνούν, η Οφηλία παρέμενε προσκολλημένη στη νέα της ασχολία. Και απομακρυνόταν ακόμα περισσότερο από όλους. 

Ώσπου μία μέρα, μία αλλόκοτη καλοκαιρινή μέρα, ξέσπασε έντονη καταιγίδα. Όλα τα μαγαζιά έκλεισαν, οι κάτοικοι κλειδώθηκαν στα σπίτια τους και τα δρομολόγια των πλοίων απαγορεύτηκαν. Εκείνη τη μέρα ο Ανδρέας επέστρεψε στο σπίτι και βρήκε την Οφηλία να κάθεται, για μία ακόμα φορά, στο πιάνο. Της μίλησε, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Πήγε να την αγκαλιάσει, όμως εκείνη τραβήχτηκε μακριά του. Αυτή η συμπεριφορά είχε αρχίσει να τον νευριάζει.

Οι ώρες περνούσαν και η καταιγίδα εξακολουθούσε να δυναμώνει. Ο Ανδρέας συναρμολογούσε μινιατούρες, ενώ καθόταν δίπλα στο τζάκι, και η Οφηλία έπαιζε το συνηθισμένο τραγούδι στο πιάνο. 

" Οφηλία... ", ξεκίνησε να λέει ο Ανδρέας ήρεμα, "... Μπορείς σε παρακαλώ να σταματήσεις για λίγο; " 

Όμως εκείνη τον αγνόησε. Συνέχισε να κουνάει τα λεπτοκαμωμένα δάχτυλά της με χάρη, προσπαθώντας να ολοκληρώσει αυτό το τραγούδι που τη στοίχειωνε εδώ και μήνες. 

Ο Ανδρέας άφησε τις μινιατούρες και σηκώθηκε από το πάτωμα. Περπάτησε μέχρι το πιάνο και στάθηκε όρθιος, δίπλα από τη σύζυγό του. 

" Έχω κάνει τόση υπομονή, σε παρακαλώ, μη με αγνοείς. " Της είπε, ξανά, χωρίς να λάβει κάποια απάντηση. 

Εκείνη τη στιγμή, αμέσως μόλις ο Ανδρέας ξεστομίζει την τελευταία συλλαβή, η Οφηλία παίζει τη λάθος νότα. Χωρίς δισταγμό, αποφασίζει να ξεκινήσει από την αρχή, αγνοώντας εντελώς την ύπαρξη του συζύγου της, ο οποίος στεκόταν δίπλα της, νιώθοντας σα φάντασμα, σα να ήταν αόρατος και να προσπαθούσε απεγνωσμένα να την κάνει να τον δει.

Αμέσως, ο Ανδρέας ένιωσε κάτι να αλλάζει. Όλον αυτό τον καιρό ένιωθε κάτι να αλλάζει, κάτι μέσα του να σαπίζει. Υπήρχε κάτι που του έτρωγε την ευτυχία και που τον τάιζε μιζέρια. Κάτι σκοτεινό που εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο μέσα του. 

Έχασε τον έλεγχο. Χωρίς να σκέφτεται, άρπαξε το τσεκούρι που ήταν τοποθετημένο δίπλα από το τζάκι και το κάρφωσε στο πιάνο. Η Οφηλία τινάχτηκε. Απομακρύνθηκε γρήγορα από το άτυχο όργανο και στάθηκε εκεί, όρθια, να το παρακολουθεί να καταστρέφεται. 

Δάκρυα άρχισαν να στάζουν στο κατάλευκο πρόσωπό της. Τον παρακάλεσε να σταματήσει, όμως εκείνος την αγνόησε, με τον ίδιο τρόπο που τον αγνοούσε κι εκείνη τόσο καιρό. Του υποσχέθηκε ότι θα παίζει λιγότερο. Ή ότι κάποιες μέρες δε θα παίζει καθόλου. Όμως και πάλι, τίποτα. Ο Ανδρέας συνέχισε να καρφώνει το πιάνο με το τσεκούρι του, μέχρι που δεν υπήρχε τίποτα άλλο, παρά μόνο ξύλινα κομμάτια και πλήκτρα σκορπισμένα στο χαλί. 

" Είσαι ένα τέρας! " Φώναξε η Οφηλία και άρχισε να τον χτυπάει στην πλάτη με τις γροθιές της. 

Ο Ανδρέας προσπάθησε να απομακρυνθεί. Εκείνη τον ακολούθησε και ξεκίνησε να του πετάει διάφορα πράγματα, οτιδήποτε έβρισκε μπροστά της: κομμάτια από τις μινιατούρες του, βάζα, κεριά, ακόμα και κομμάτια από το σπασμένο πιάνο. 

Μετά έτρεξε προς το μέρος του και συνέχισε να τον χτυπάει. Της φώναζε να σταματήσει, όμως εκείνη δεν τον άκουγε. 

Με μία απότομη κίνηση, την χτύπησε ελαφρά στο πηγούνι με το πίσω μέρος του τσεκουριού. Η Οφηλία έκανε μερικά βήματα πίσω, όμως δε σταμάτησε. Συνέχισε να αρπάζει πράγματα πάνω από τα τραπεζάκια του σαλονιού, από τους πάγκους, από το πάτωμα και να τα πετάει στον σύζυγό της. Λίγο αργότερα, κινήθηκε πάλι προς το μέρος του κρατώντας ένα μαχαίρι. Ο Ανδρέας, μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του, τα οποία έκρυβε όσο η νευριασμένη κοπέλα του πετούσε γυάλινα αντικείμενα. Στην προσπάθειά του να προστατεύσει τον εαυτό του, την κάρφωσε άθελά του στην κοιλιά με το τσεκούρι. 

Το λευκό της μπλουζάκι βάφτηκε κόκκινο. Μερικές σκούρες κόκκινες σταγόνες έπεσαν στο ξύλινο πάτωμα. Στο πρόσωπό της φαινόταν για λίγο ο πόνος, όμως μετά εξαφανίστηκε. Ο Ανδρέας τράβηξε το τσεκούρι μακριά από το σώμα της. Το έριξε στο πάτωμα, πίσω του κι έπιασε το σχεδόν άψυχο σώμα της συζύγου του, όταν αυτό άρχισε να πέφτει. Την κράτησε στην αγκαλιά του. Την αγαπούσε, αλήθεια, την αγαπούσε. Αλλά οι δαίμονές τους τους είχαν καταλάβει και τους δύο. 

Η ώρα ήταν τρεις τα ξημερώματα, όταν ο Ανδρέας κατέβηκε στην αυλή, κρατώντας ένα φτυάρι. Έσκαψε έναν τάφο, όπου έβαλε το σώμα της Οφηλίας, μαζί με τα κομμάτια του πιάνου. Σκέφτηκε πως αυτό θα την έκανε χαρούμενη, εφόσον είχε εμμονή με αυτό το όργανο. 

Μόλις ανέβηκε επάνω στο σπίτι ξανά, έπεσε στο κρεβάτι με τα λερωμένα και ματωμένα ρούχα. Τα μάτια του έκλεισαν κι αμέσως τον πήρε ο ύπνος. 





Το επόμενο πρωί η καταιγίδα ακόμα συνεχιζόταν. Ο Ανδρέας ξύπνησε ξεκούραστος και συνέχισε να απολαμβάνει την ησυχία. Όχι άλλο πιάνο! Του έλειπε η Οφηλία, φυσικά, η κοπέλα με την οποία μοιράστηκε τόσα χρόνια σε σχέση και που είχε μόλις παντρευτεί. Δεν άργησε να θυμηθεί, όμως, πως αυτή η κοπέλα δεν ήταν η ίδια με εκείνη που ήταν μαζί του τον τελευταίο καιρό. Μπορούσε να καταλάβει πως κάτι είχε αλλάξει. 

Ολόκληρη η μέρα του πέρασε μαζεύοντας, καθαρίζοντας το σπίτι από τους λεκέδες του αίματος και τις ζημιές. Μάζεψε όλα τα υπάρχοντα της Οφηλίας και τα έκαψε. Έπειτα, είπε στους συγγενείς της πως εκείνη έφυγε επειγόντως από το νησί για να δει μία φίλη της στην πόλη. Τους είπε πως η φίλη της αυτή την είχε ανάγκη. Και πως θα επέστρεφε σε λίγες μέρες. 

Κανένας δεν παραξενεύτηκε από την έλλειψη επικοινωνίας με την Οφηλία, καθώς αυτό ήταν κάτι που είχαν συνηθίσει τους τελευταίους μήνες. Μόνο ο Ανδρέας γνώριζε την αλήθεια και βασανιζόταν με αυτή. Τις επόμενες μέρες της πέρασε στην αυλή, χτίζοντας ένα πανέμορφο ξύλινο κιόσκι πάνω από το σημείο στο οποίο ήταν θαμμένη η σύζυγός του.





Ένας ακόμα μήνας πέρασε. Η ζωή του Ανδρέα είχε γίνει πλέον φυσιολογική. Πήγαινε στη δουλειά του, έβλεπε τους φίλους του, έφτιαχνε τις μινιατούρες του... Όταν είχε επιπλέον ελεύθερο χρόνο, καθόταν στο κιόσκι και διάβαζε. Ποτέ δεν ένιωθε μόνος του. Ήταν λες και πάντοτε υπήρχε κάποιος δίπλα του. 

Εκείνο το βράδυ, όμως, κάτι παράξενο συνέβη. Τη στιγμή που ο νεαρός άνδρας ξάπλωσε για να κοιμηθεί, άκουσε έναν παράξενο ήχο. Στην αρχή δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ο ήχος είχε ακουστεί σαν τρίξιμο. Οπότε υπέθεσε πως προήλθε απέξω. Παρ' όλα αυτά, μόλις κάθισε στο κρεβάτι, ένας πιο έντονος ήχος ακούστηκε. Μα, όχι. Δεν είναι δυνατόν! Σκέφτηκε και τινάχτηκε όρθιος. Θα ορκιζόταν πως ο ήχος προήλθε από πιάνο. Ήταν σίγουρος πως αυτός ο ήχος αντιστοιχεί στην πρώτη νότα του τραγουδιού της Οφηλίας. 

Όλοι την περίμεναν να επιστρέψει. Όλοι, εκτός από τον σύζυγό της, ο οποίος γνώριζε την αλήθεια. Όμως, τελικά έκανε λάθος. Η Οφηλία αποφάσισε να επιστρέψει. 

Οι νότες ακολουθούσαν η μία την άλλη μανιωδώς. Ακούγονταν λες κι έτρεχαν, λες και προσπαθούσαν να ξεφύγουν από κάτι. Το τραγούδι κινούταν όλο και πιο γρήγορα. Και η καρδιά του Ανδρέα ακολουθούσε το ρυθμό του.

" Μα αναρωτιέμαι, δεν σε τρώνε οι τύψεις; " Είπε μία απαλή γυναικεία φωνή. 

" Οφηλία... " Ψιθύρισε ο Ανδρέας έντρομος. 

Βγήκε από το δωμάτιο περπατώντας αργά. 

" Σου είπα πως θα παίζω αυτό το τραγούδι για πάντα. " 

Μόλις έφτασε στο σαλόνι, είδε το πιάνο. Ήταν ξανά ολόκληρο. Και τα πλήκτρα κινούνταν μόνα τους, χωρίς τη βοήθεια κανενός. Έπαιζε το γνωστό τραγούδι, το τραγούδι της Οφηλίας, και ήταν τέλειο, αλάνθαστο.

" Γιατί είσαι έκπληκτος; Δεν πίστευες πως θα τα κατάφερνα; Απλά χρειαζόμουν κι άλλη εξάσκηση. " Είπε η φωνή διατηρώντας τον ίδιο ήρεμο τόνο. 

Ο Ανδρέας έτρεξε προς το παράθυρο. Κοίταξε κάτω, στην αυλή, και είδε ότι κιόσκι ήταν ακόμα στη θέση του. Ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν την είχε θάψει ζωντανή, δε θα μπορούσε να είχε επιστρέψει. Όμως είδε και κάτι άλλο. Μία σκοτεινή φιγούρα. Έμοιαζε να ανήκει σε κάποιον άνδρα, ψηλό, γεροδεμένο. Ο άγνωστος κινήθηκε προς το φως του δρόμου και τότε ο Ανδρέας κατάφερε να τον αναγνωρίσει. Ο πιανίστας! Που για μία ακόμα φορά έκρυβε το πρόσωπό του, εκτός από τα μάτια του, τα οποία ήταν καρφωμένα στον Ανδρέα. 

" Εκεί είναι, μην ανησυχείς. " Τον επιβεβαίωσε η γυναίκα. " Εκεί είναι το σώμα μου. " 

Ο Ανδρέας γύρισε και κοίταξε προς την κατεύθυνση από όπου ερχόταν η φωνή. Και τότε την είδε. Την αχνή αιωρούμενη φιγούρα της αγαπημένης του. Με το λευκό δέρμα και το ματωμένο άσπρο μπλουζάκι. Με τα ανακατεμένα κόκκινα μαλλιά και το ψυχρό βλέμμα. 

" Δεν είναι δυνατόν... " Ψιθύρισε κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. 

Είχε αρχίσει να νιώθει πως τρελαινόταν. Προσπαθούσε να καταλάβει πώς όλα αυτά ήταν δυνατά. 

" Συγχώρησέ με. Δεν ήθελα ποτέ να γίνουν όλα αυτά. " Είπε κι ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό του. 

Γονάτισε και τότε κάτι έπεσε από την τσέπη του. Το κοίταξε καλά για λίγο. Ήταν ένα λεπτό περιδέραιο. Έμοιαζε να είναι παλιό. Ήταν ασημένιο, διακοσμημένο με διάφορους μπλε κρυστάλλους. Το σήκωσε. Τότε είδε πως ένας από τους κρυστάλλους άρχισε να λάμπει. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή άρχισαν να λάμπουν και τα γαλανά μάτια της Οφηλίας. 

" Δεν έφταιγες εσύ. " Της είπε. " Αυτή η εμμονή δεν ήταν δική σου... "

Η φιγούρα άρχισε σιγά σιγά να εξαφανίζεται. Ο Ανδρέας συνέχισε να κρατά το περιδέραιο και να κλαίει. Δεν ήταν δικό της φταίξιμο. Τώρα μπορούσε να το δει. Υπήρχε μία κατάρα που την στοίχειωνε όλον αυτό τον καιρό. Ήταν ευάλωτη, λόγω των δυσκολιών στη δουλειά της, κι αυτό την έκανε το τέλειο θύμα. 

Ξαφνικά, ακούστηκαν βήματα έξω από την πόρτα. Ήταν βαριά, δυνατά. Ο Ανδρέας αμέσως κατάλαβε πως ο μυστηριώδης άνδρας βρισκόταν έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Χτύπησε την πόρτα μία φορά. Ο νεαρός άνδρας έχωσε το περιδέραιο στην χούφτα του και σηκώθηκε, προσπαθώντας να κάνει ησυχία. 

Ο άγνωστος χτύπησε και δεύτερη φορά, τη στιγμή που ο Ανδρέας κινούταν προς την πίσω πόρτα. 

" Μπορώ να σε ακούσω... " Είπε ήρεμα η άγνωστη βραχνή φωνή. 

Το πιάνο εξακολουθούσε να παίζει το τραγούδι. Έξω, ο καιρός χειροτέρευε ξανά. Κρύος αέρας μαστίγωνε τα δέντρα και η βροχή έπεφτε στο έδαφος μανιωδώς. 

" Περίμενα χρόνια για να ξεφορτωθώ αυτό το τραγούδι. " Είπε ο μαυροφορεμένος άνδρας και χτύπησε την πόρτα για μία τρίτη φορά. " Το τραγούδι της Ελευθερίας. " 

Ο Ανδρέας είχε μόλις φτάσει στην πίσω πόρτα, όταν άκουσε την ξένο να μουρμουρίζει στον ρυθμό του τραγουδιού. Και τότε τον θυμήθηκε. Το μύθο του νησιού. Ήταν μία τρομακτική ιστορία που έλεγαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους για να τα κρατήσουν μακριά από τον φάρο τη νύχτα. 

Σύμφωνα με το μύθο, πριν πολλά χρόνια, ένα νεαρό ζευγάρι μόλις είχε μετακομίσει το Ντίσταντ Άιλαντ. Ο άνδρας, ο Γιάννης, δούλευε ως φαροφύλακας και η μέλλουσα σύζυγός του, η Ελευθερία, ήταν μουσικός. Κάθε φορά που επέστρεφε από τη δουλειά, την έβρισκε να παίζει αυτό το υπέροχο κομμάτι, για το οποίο όμως δε μπορούσε να βρει κλείσιμο. Ο καιρός περνούσε, ο γάμος έγινε και η Ελευθερία ακόμα βασανιζόταν με το συγκεκριμένο τραγούδι. Της έγινε εμμονή. Την στοίχειωνε διαρκώς. Προσπάθησε να απαλλαγεί από αυτό, με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά δεν τα κατάφερε. Ξεκίνησε να παραμελεί την υγεία της, την οικογένειά της, το γάμο της, τους φίλους τους... τα πάντα. Το μόνο που έκανε ήταν να παίζει αυτό το κομμάτι ασταμάτητα. Ώσπου μία μέρα, ο σύζυγός της τρελάθηκε. Έσπασε το πιάνο μ' ένα τσεκούρι και σκότωσε και την ίδια μ' αυτό. Ποτέ δεν ένιωσε τύψεις για ό,τι έκανε. Ξεφορτώθηκε κάθε ίχνος της Ελευθερίας και των πραγμάτων της, αλλά κράτησε αυτό το περιδέραιο, σκεπτόμενος πως θα μπορούσε να το πουλήσει.

Δυστυχώς, η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Η Ελευθερία επέστρεψε για να τον στοιχειώσει. Όχι μόνο δεν τον άφησε να πουλήσει το περιδέραιο, το αντικείμενο που την κρατούσε συνδεδεμένη μ' αυτόν, αλλά τον καταράστηκε, επίσης, να ζήσει αιώνια και να υποφέρει. Να τον ακολουθεί παντού και να παίζει αυτό το τραγούδι. Να τον βασανίζει κι εκείνος να μη μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό.

Εκείνο το βράδυ στην παράσταση, δεν ήταν εκείνος που έπαιξε το τραγούδι, αλλά η Ελευθερία. Και με κάποιο τρόπο, που ο Ανδρέας δε θυμόταν μέχρι τώρα, αυτός είχε καταφέρει να τον πλησιάσει και να ρίξει το περιδέραιο στην τσέπη του συγκεκριμένου παντελονιού του. Είχε καταφέρει να ξεφορτωθεί την κατάρα του, περνώντας την σε κάποιον άλλο. 

Μετά το τρίτο χτύπημα δεν ακολούθησε άλλο. Ακούστηκαν μόνο μερικά βήματα, σαν κάποιος να απομακρυνόταν από το σπίτι. 

Ο Ανδρέας βγήκε έξω και κατέβηκε τη σκάλα τρέχοντας. Φώναξε στον ξένο να σταματήσει, να τον περιμένει. Αλλά μετά κοίταξε γύρω του και συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε κανένας. Συνέχισε να ψάχνει, αλλά ήταν μάταιο. Ο άνδρας αυτός δεν υπήρχε πια. Δεν υπήρχε εδώ και χρόνια. Ο Ανδρέας άφησε το περιδέραιο να πέσει από το χέρι του μέσα στο καταπράσινο χορτάρι. Το μόνο που ήθελε ήταν να δει την αγαπημένη του. Και να αποτρέψει αυτή την κατάρα από το να περάσει σε κάποιον άλλο. 

Ενώ έψαχνε, είδε κάτι να λάμπει στο κιόσκι. Περπάτησε προς εκεί και τότε συνειδητοποίησε πως ήταν η Οφηλία. Μόλις την είδε χαμογέλασε. Κινήθηκε προς το μέρος της. Εκείνη δεν αντέδρασε. Ο καιρός ήταν κρύος, αλλά όχι όσο εκείνη. Μόλις έφτασε κοντά της, το είδε. Στα χέρια της, κρατούσε το τσεκούρι του... 


Το Τραγούδι της ΕλευθερίαςWhere stories live. Discover now