Κυκλάμινο

566 35 9
                                    

Υπήρχε ένα λουλούδι που από όλη τη Ρωσία φύτρωνε μόνο στο νότο, εκεί που τα καλοκαίρια έλιωνε το χιόνι και στις νωπές γωνιές της γης έβρισκε μια χαραμάδα να ανθίσει η ζωή. Ο Αντρέι δεν το είχε συναντήσει ποτέ σε εκείνες τις μακρινές κοιλάδες, μα έμποροι κάθε λογής το κουβαλούσαν ως το βορά μαζί με την πραμάτεια τους. Το ψύχος της Ρωσίας το κρατούσε φρέσκο, σαν το χέρι που το κρατούσε να το είχε μόλις κόψει από το βλαστάρι του. Την ίδια ονομασία είχε κι εκεί, 'цикламен', που διαβάζεται 'tsiklamen'... Κυκλάμινο. Οι κυρίες της καλής κοινωνίας λάτρευαν τα λαμπερά του χρώματα.

Άρεσε και στη μάνα του.

Ήταν παραπάνω ένα όμορφο λουλούδι, θυμάται να την ακούει να λέει. Συμβόλιζε την ειλικρίνεια. Ο Αντρέι θεωρούσε χαζό να υπάρχει συμβολισμός για την ίδια την έννοια της ευθύτητας. Κι όμως τώρα που ο Λουκάς κρατούσε τα μικρά άνθη μπροστά του, δεν μπόρεσε παρά να του ζητήσει το ένα.

Ένα μοναχό κυκλάμινο, για την μοναχή του έγνοια.

Για σήμερα, φυσικά. Αλλιώς έγνοιες είχε πολλές.

Της έγραψε ένα γράμμα να της το εξηγήσει. Η φιλία του ήταν ένα βλαστάρι μεσ' το καταχείμωνο, φύτρωσε στο πιο αφιλόξενο και αναπάντεχο μέρος. Κι ήταν περσότερα από απλώς όμορφη... Ήταν αληθινή. Όπως το κυκλάμινο.

'Να προσέχεις τον εαυτό σου. Αντρέι', υπέγραψε. Το χέρι του έτρεμε καθώς το άφηνε στο μαξιλάρι της, μαζί με το λουλούδι. Το αγριοκοίταξε, κι έπειτα το δωμάτιο γύρω του. Είχε ξαναβρεθεί στον οντά της τότε που κάποιος της είχε ρίξει δηλητήριο μέσα στο νερό. Δε το θυμόταν να έχει τη μυρωδιά της.

Γιατί αναγνώριζε τη μυρωδιά της;

Βγήκε σαν κυνηγημένος, μην τον κάνει τσακωτό. Δε θα άντεχε να είναι μπροστά όταν εκείνη τα ανακάλυπτε. Χώθηκε στον δικό του οντά στην άλλη άκρη του πύργου, όσο πιο μακριά γίνεται από εκεί που είχε αφήσει το νου του.

Και περίμενε. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει.

Μα τα λεπτά έγιναν ώρες, κι έπειτα ήρθε το ξημέρωμα. Δεν ήξερε αν περίμενε να έρθει να τον βρει το ίδιο βράδυ, ή το επόμενο πρωί... ή ακόμα και αργότερα μέσα στη μέρα. Ειλικρινά δεν ήξερε αν περίμενε οτιδήποτε, μα σίγουρα δεν ήταν η σιωπή.

Η Θεοφανώ δεν ήρθε να τον βρει. Ένα βλέμμα του έριξε στο δείπνο κι ήταν μεσ' τη φούρκα. Είτε δεν διάβασε το γράμμα του καθόλου, είτε δεν τον πίστεψε. Και ξάφνου η δεύτερη επιλογή έφερνε μια σουβλιά πόνου στο στομάχι του.

ΚυκλάμινοWhere stories live. Discover now