1. Στην Παραλία

502 55 0
                                    

    Mη σκέφτεσαι τίποτα. Ξέχνα τις έγνοιες σου.
     Έλα να σου διηγηθώ μια ιστορία ή, ακόμα καλύτερα, ακολούθησέ με.
     Να, κάτσε εδώ στη δροσερή αμμουδιά, μπροστά από τη φωτιά.
     Είναι νύχτα. Τα αστέρια στολίζουν τον ασυννέφιαστο ουρανό σαν χιλιάδες μικροσκοπικά διαμάντια. Δεν κάνει κρύο, μα φυσάει. Το ιώδιο της θάλασσας διεισδύει στα ρουθούνια σου.
     Αριστερά σου ακούς τον απαλό ήχο του φλοίσβου και δεξιά σου βλέπεις το άγριο τοπίο του νησιού. Πίσω από το έρημο χωριό, ορθώνονται ψηλά βουνά γεμάτα ακανθωτούς θάμνους, πουρνάρια και γυμνά βράχια.
      Γύρω από τη φωτιά - δίπλα σου - κάθονται τέσσερις φίλοι. Μη νιώθεις άβολα που δεν αναγνωρίζεις τα νεανικά πρόσωπά τους. Δεν μπορούν να σε δουν.
     Θα στους γνωρίσω με τη σειρά. Αυτός με την κιθάρα είναι ο Νικήτας. Παίζει μπαλάντες για ξεχασμένες αγάπες. Η ξανθιά κοπέλα (εκείνη που κάθεται οκλαδόν δίπλα από τον Νικήτα και τον ακούει μαγεμένη) είναι η Φωτεινή. Κάνει παρέα με τον Νικήτα πολλά χρόνια, από όταν τον πρωτογνώρισε στην σχολή.
   Οι δύο ξαπλωμένοι άντρες (είναι η φωτιά στη μέση, γύρε να τους δεις καλύτερα) είναι ο Σπύρος και ο Στρατής. Είναι δίδυμοι, σχεδόν πανομοιότυποι.
     Σταμάτησε να παίζει ο Νικήτας. Ησυχία.
    Τα τελευταία ξυλαράκια σπάνε στη βάση της φλόγας, αφήνοντας ξερούς, μικροσκοπικούς κρότους.
    «Το πιο όμορφο κομμάτι σου ως τώρα» του λέει η Φωτεινή. Το βλέμμα της και η βραχνή φωνή της λένε την αλήθεια. Το βλέπεις ότι η κοπέλα λιώνει μπροστά του. (Ο Νικήτας, για να ξέρεις, ποτέ δεν την έχει δει με τον ίδιο τρόπο.)
    «Αυτό του λες κάθε φορά, για κάθε νέο τραγούδι που βγάζει» λέει ο Σπύρος... ή μήπως είναι ο Στρατής; Ο αδελφός του γελά δυνατά.
    «Αφού πάντα βελτιώνεται, τι να πω;» απαντάει η Φωτεινή και βγάζει την γλώσσα της στους δίδυμους. Το ασημένιο πίρσινγκ στην μέση της γλώσσας της λάμπει για μια στιγμή στο φως της ετοιμοθάνατης φλόγας.
   Ο Νικήτας δεν μιλάει. Απλά χαμογελά και διώχνει από το μέτωπο μια μικρή τούφα των καστανών μαλλιών του. Κάτι τον απασχολεί. Τα μάτια του κοιτούν αφηρημένα τη χρυσή άμμο.
  «Πήγε δύο» λέει η Φωτεινή, κοιτάζοντας το ρολόι της, «και κρυώνω λίγο. Δεν πάμε προς το σπίτι;».
   «Και δεν πάμε;» λέει ο Στρατής, σηκώνεται και τινάζει την αμμουδιά από την τζιν βερμούδα του.
    Η Φωτεινή ανασηκώνει το φρύδι της. «Εσύ, Στρατή, συμφωνείς μαζί μου; Άλλα βράδια με πρήζεις να καθίσουμε κι άλλο και μου τη λες που θέλω να γυρνάω νωρίς σπίτι».
    «Εε, σήμερα ψιλοβαριέμαι... Πάμε;». Σηκώνονται.
    (Σήκω κι εσύ να τους ακολουθήσεις. Τα πόδια σου είναι γυμνά και νιώθεις τη μαλακή, δροσερή άμμο να τυλίγει τις πατούσες σου.
  Όμως... για περίμενε λίγο.)
   Ο Νικήτας κάθεται ακόμα εκεί, με το νωχελικό βλέμμα του καρφωμένο στη φωτιά που τρεμοπαίζει.
   «Άντε ρε, κουνήσου!» του φωνάζει ένας από τους δίδυμους. Μέχρι και οι φωνές τους ακούγονται ίδιες.
   Η Φωτεινή τον πλησιάζει και σκύβει να του ψιθυρίσει:
  «Καλά είσαι;».
   Ο Νικήτας χαμογελά δίχως να την κοιτάξει, και γνέφει καταφατικά. Σηκώνεται κι εκείνος και ακολουθεί.
Στην παραλία δεν υπάρχει ψυχή, ούτε ένας θαμώνας στα μικρά παραλιακά μαγαζιά. Η απέραντη θάλασσα φαίνεται πιο σκοτεινή από άλλες βραδιές.
     Φτάνετε στο λευκό διώροφο σπίτι με τα μπλε πατζούρια. Είναι το εξοχικό της Φωτεινής. Εκεί φιλοξένησε το περσινό καλοκαίρι τα τρία αγόρια και την κοπέλα του Στρατή, την Κατερίνα. Φέτος έτυχε στην Κατερίνα μια δουλειά στην Αθήνα και θα έρθει αργότερα, σε δύο-τρεις μέρες.
    Θα μου πεις: «Και τι με νοιάζει εμένα τι κάνει η κοπέλα του Στρατή;». Κι όμως, αν ήταν κι αυτή εδώ μαζί σας, το σίγουρο είναι πως δεν θα συνέβαινε αυτό το απαίσιο γεγονός στο οποίο πρόκειται να γίνεις μάρτυρας απόψε βράδυ.

3. Μία Καλοκαιρινή ΙστορίαWhere stories live. Discover now