Ανάμνηση

806 77 17
                                    

  Ρόδος 1810 παραμονή Χριστούγεννων 

     Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη  την μαύρη νύχτα,  θυμάμαι τα χαμόγελα,  τα γέλια και μετά τις φωνές τα ουρλιαχτά, τα κλάματα και εκείνη την απόκοσμη σιωπή που έμελλε να σφραγίσει εκείνη την νύχτα.

   Ήμουν 10 χρόνων όταν ο κόσμος μου άλλαξε ριζικά παραμονή Χριστουγέννων και όλοι ήμασταν πολύ ενθουσιασμένοι,  φτωχοί η πλούσιοι είχαν μπει  στην γιορτινή διάθεση, θα πηγαίναμε στην εκκλησία και θα περιμέναμε την αγγελία της γέννησης του Χριστού. Τότε χτύπησε η καμπάνα αλλά όχι χαρμόσυνα ..

Επιδρομή! 

   Ήμασταν όλοι κλεισμένοι σαν τα ποντίκια μεστή εκκλησία. Οι ηλικιωμένες άρχισαν τις προσευχές και τα παρακάλια στην Παναγία να σώσει τουλάχιστον τα παιδιά όπως έλεγαν. Τότε ο πάτερ Μιχαήλ άνοιξε μια μικρή καταπακτή κάτω από την Αγία τράπεζα και φώναξε να φέρουν όλα τα παιδιά προς τα εκεί.

   Την ώρα που έμπαινα και εγώ άκουσα την πόρτα να σπάει και να γκρεμίζεται με έναν μεγάλο κρότο. Άμεσος εξαπλώθηκε το ο θάνατος σαν άρχοντας πάνω σε άλογο,  έπαιρνε την μία ψυχή μετά την άλλη, όπως ο Άδης άρπαξε την Περσεφόνη. Μπες μέσα! Με τράβηξε ένα χέρι μέσα στην καταπακτή που έκλεισε πίσω μου με κρότο. Είχα μαρμαρώσει και έτρεμα από τον φόβο μου τι είχε μόλις γίνει, τι γινόταν έξω οι γονείς μου ? τι θα απογίνουν οι γονείς μου. Φοβόμουν τόσο. Ένα αγόρι δίπλα μου λίγο ποιο μεγάλο από μένα κρατούσε ένα μικρό μαχαίρι, σαν να ήταν έτοιμος να ορμίσει αν μας έβρισκαν, πόσο τον ζήλεψα έδειχνε σαν να μην φοβάται τίποτα ακόμα και αν το μικρό παιδικό χεράκι που έσφιγγε την λαβή του μαχαιριού έτρεμε από τον φόβο του αλλά συνέχισε εκεί να στέκετε στην θέση του με ένα παγωμένο βλέμμα να κοιτάει όλη την ώρα την την ξύλινη πόρτα της καταπακτής. Κάποια στιγμή τα πάντα σώπασαν. Δεν είχαμε ιδέα πόση ώρα είχε περάσει. Κάποια παιδιά ακόμα έτρεμαν από τον φόβο τους αλλά είχαν κατουρηθεί και τα μωρά αν και μικρότερα δεν έκλαιγαν σαν να καταλαβαίνανε τι γίνονταν. 

   Το αγόρι άνοιξε δειλά, δειλά την πόρτα. Βγήκε έξω και μετά από λίγο μας έκανε νόημα να βγούμε. Το θέαμα ήταν από κόσμο μια εικόνα που δεν θα έπρεπε ποτέ να δει ένα παιδί. Κάποιοι ξέσπασαν σε κλάματα άλλοι κρατήθηκαν, εγώ απλός έμεινα εκεί σαστισμένη ψάχνοντας κάτι μέχρι που το βρήκα! Οι γονείς μου! Και οι δύο ήταν νεκροί δολοφονημένοι!! Κάτι έσπασε μέσα μου εκείνη την στιγμή κάτι πέθανε μαζί τους. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί για πάντα όμως! Έπρεπε να φύγουμε να ζητήσουμε από κάποιον βοήθεια!  


Και από εδώ ξεκινάει η ιστορία μας δεν είναι ακριβός κεφάλαιο άλλα κάτι σαν εισαγωγή ελπίζω να σας αρέσει :) αφήστε σχόλιο και πατήστε και το αστεράκι αν σας αρέσει :)

Παγιδευμένη ΜελωδίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα