Όλα μπαίνουν στην θέση τους

227 29 11
                                    


Ασλαν

οι μέρες κυλάνε τόσο γρήγορα λες και ο χρόνος προχωρεί χωρίς έμενα. Αναρωτιέμαι τι να κάνει, τι να σκέφτεται, πως είναι, αν χαμογελάει, αν με έχει ξεχάσει..Αν έχει προχωρήσει χωρίς έμενα πλέον την ζωή της. Το να την αφήσω για έμενα ήταν ότι ποιο επώδυνο είχα κάνει πότε στην ζωή μου όμως...


(λίγο πριν την επιστρέψει την Περσεφόνη στο σπίτι της )

-Ασλάν σε παρακαλώ σύνελθε λίγο και κοιτά γύρο σου, ότι έχεις φτιάξει γκρεμίζονται παταγωδώς για χάρη μιας γυναικάς ! τόσα χρονιά δεν είχες δείξει ούτε ένα ψεγάδι και τώρα μόνο διαγγέλματα δεν έβγαλες.

-Το ξέρω Μουσταφά το ξέρω καλύτερα από όλους πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση άλλα την αγαπώ αυτήν την γυναικά, ότι και αν μπορεί να σημαίνει αυτή η λέξη την αγαπώ και την θέλω συνεχεία διπλά μου.

- Αυτό δεν είναι αγάπη άλλα εγωισμός. του είπε παγερά ο φίλος του

- Τι ? φώναξε εξαγριωμένος αρπάζοντας τον από τον γιακά. Τι είπες Μουσταφά ? 

- Την αλήθεια Ασλάν δες και λίγο πέρα από την μύτη σου δες σε τι κατάσταση την έχει φέρει η αγάπη σου. Του είπε και του έδειξε την Περσεφόνη που ακόμα ψήνονταν στον πυρετό.


Μέτα από αυτό τα πάντα πήραν τον δρόμο τους, σαν κάτι να με ξύπνησε από τον λήθαργο μου. Τα πάντα γύρο μου ήταν έτοιμα να γκρεμιστούν με έναν μεγάλο κρότο που θα πλάκωνε και έμενα και εκείνη δεν έπρεπε να ήταν εδώ, δεν έφταιγε σε τίποτα να πληρώσει για τα δικά μου λάθη.

- Αν την αγαπάς όπως λες στην να φύγει. 

Αυτά ήταν τα τελευταία λογία του Μουσταφά εκεί την μέρα, από τότε και μετά δεν τον ξανά είδα, είχε κάθε δικαίωμα να μην θέλει να μου μιλήσει η να με δει. 

Προσπάθησα με μεγάλη αποτυχία να γυρίσω τα πράγματα στην παλιά τους ροή άλλα τίποτα δεν ήταν πλέον  ίδιο.  Ήξεραν πλέον ότι ήμουν άνθρωπος και ότι είχα αδυναμίες που δεν άργησαν να εκμεταλλευτούν.

Ακόμα και στον άλλο κόσμο που σύντομα θα πάω δεν θα μπορέσω να την ξανά δω, εκείνη ανήκει στον παράδεισο σε έναν κόσμο γεμάτο φως και εγώ στην κόλαση μέσα στο ατελείωτο σκοτάδι της ψυχής μου, που τόσα χρονιά προσεχτικά έχτιζα και έκλινα τον εαυτό μου και τους γύρο μου.

Θυμάμαι κάθε στιγμή το χρώμα των ματιών της πως άλλαζε κάτω από το φως του ηλίου η της σελήνης το μαύρο σαν το κάρβουνο χείμαρρο που αγκάλιαζε τρυφερά τους ώμους και το πρόσωπο της, την γεύση των ροδαλών χειλιών της που όταν δεν  μου χάρισαν την λησμονιά με τραβούσαν απότομα σε άλλους κόσμους ητε με την μελωδία την οποία αποφυλάκιζαν σε κάθε της λέξη ητε με κάθε χαμόγελο που μου χάριζε. Το τόσο μικρο σώμα της που ήταν τελεία εφαρμοστό πάνω στο δικό μου που αν και η όψη το στην αρχη σε ξεγελούσε η ίδια ήταν ότι ποιο θηλυκό μπορούσε να βρει κάποιος σε γυναικά ήταν τελεία αψεγάδιαστη σαν μικρή νύμφη. 

Παγιδευμένη ΜελωδίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα