Η ΕΠΙΛΟΓΗ

39 1 0
                                    

Ο Γιώργος σήμερα έχει γενέθλια. Γίνεται σαράντα χρονών. Η ανησυχία του λογικά θα έπρεπε να ήταν ότι έφτασε στην μέση ηλικία. Όμως, ο άνδρας σκέφτεται κάτι άλλο. Προβληματίζεται εάν ο χρόνος του τελειώνει ή εάν θα ζήσει κι άλλο. Όλα αυτά εξαιτίας μιας οικογενειακής κατάρας. Οι άνδρες της οικογένειας του δεν έχουν ζήσει μετά τα σαράντα. Ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων τους, βρίσκονται νεκροί. Αυτό συνέβη και στον πατέρα του.  Ο Γιώργος ήταν στην μέση ενός μαθήματος στο πανεπιστήμιο που σπούδαζε όταν δέχτηκε την κλήση. Ο πατέρας του είχε βρεθεί νεκρός από καρδιακή προσβολή στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Ακριβώς την ημέρα που έκλεινε τα τεσσαρακοστά του γενέθλια. Ο θείος του είχε ακριβός την ίδια μοίρα μερικά χρόνια αργότερα, όπως ακόμα και ο αδερφός του που πέθανε πριν από τρία χρόνια. 
    Όπως σε κάθε κανόνα όμως που υπάρχει, υπάρχει και μια εξαίρεση. Το ίδιο συμβαίνει και στην ιστορία μας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο παππούς του Γιώργου, ο οποίος είχε καταφέρει να ζήσει μετά τα σαράντα του χρόνια. Ο παππούς ήταν το πρότυπο του Γιώργου από μικρή ακόμα ηλικία. Τα γενέθλια τους είχαν μερικές μέρες διαφορά, οπότε οι δύο τους συνήθως τα γιόρταζαν μαζί. Ο μικρός ένιωθε μια αύρα να περιβάλλει τον παππού του. Σαν να υπήρχε μια αόρατη ασπίδα που εμπόδιζε κάθε κακό να τον πλησιάσει. Πάντα χαρούμενος και χαμογελαστός ο παππούς. Πάντα ; Σχεδόν πάντα. Ο άνδρας μόνο μια φορά δεν τον είδε να χαμογελάει. Στην κηδεία του πατέρα του. Πράγμα που ήταν λογικό. Ο παππούς έχανε τον γιό του σε πολύ μικρή ηλικία.
    Έτος μηδέν. Έτσι αποκαλούσε τα γενέθλια που θα έκλεινε τα σαράντα του χρόνια ο παππούς του Γιώργου. Για κάποιο λόγο σκεφτόταν πως μετά από τα σαράντα χρόνια, άρχιζε η ζωή του. Η πραγματική του ζωή, όπως συχνά έλεγε. 
    Ο Γιώργος μόλις ενηλικιώθηκε, καλέστηκε από τον παππού του για μια ασυνήθιστη κουβέντα.  Εκεινος του έδωσε να πιεί για πρώτη φορά αλκοόλ. Τότε ήταν που ο άνδρας ήπιε για πρώτη φορά κρασί. 
«Ίσως θεωρείς αυτό που συνέβη στον πατέρα σου κατάρα.»  Ξεκίνησε να λέει ο παππούς στον δεκαοκτάχρονο τότε Γιώργο.
«Η αλήθεια είναι πως ναι, το θεωρώ κατάρα. Ο μπαμπάς πέθανε πολύ μικρός.»
«Είναι λάθος να το αποκαλείς κατάρα. Είναι γεγονός πως οι άνδρες στην οικογένεια μας συνηθίζουν να πεθαίνουν στα τεσσαρακοστά τους γενέθλια. Όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση κατάρα. Στην πραγματικότητα είναι μια μεταμφιεσμένη ευλογία.»
«Μεταμφιεσμένη ευλογία ; Μα πώς ; Πες μου! Θέλω να τα μάθω όλα!.» είπε ο Γιώργος.
«Θα σου πω τα πάντα. Απόλαυσε το κρασί σου. Ίσως με θεωρήσεις τρελό, μα ότι θα σου πω είναι η αλήθεια. Στα γενέθλια σου, όταν κλήσεις τα σαράντα ένας άνδρας θα έρθει και θα χτυπήσει την πόρτα σου. Μην ανησυχείς. Δεν θα έρθει να σου κάνει κακό. Θα έρθει απλά να σου μιλήσει. Όταν ολοκληρώσει ό, τι θέλει να πει, θα σου προσφέρει μια επιλογή.»
«Τι επιλογή ;»
«Αυτό δεν μπορώ να σου το πω, θα πρέπει να το ανακαλύψεις μόνος σου. Η συμβουλή μου είναι να ζήσεις την ζωή σου στο μέγιστο, όσο ακόμα μπορείς και αναπνέεις.»
    Ο παππούς δεν ανέφερε ξανά τίποτα σχετικά με το θέμα. Τα λόγια του όμως έμειναν βαθιά κρυμμένα στο βάθος του μυαλού του Γιώργου. Ο άνδρας έζησε την μετέπειτα ζωή του στο μέγιστο, όπως του είπε ο ηλικιωμένος, παρά τις ανησυχίες του ότι όταν θα φτάσει στην συγκεκριμένη ηλικία, θα χάσει την ζωή του και αυτός όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειας του.
    Επιστροφή στο σήμερα. Η ώρα είναι δώδεκα τα μεσάνυχτα. Ο Γιώργος βρίσκεται στο κρεβάτι του και κοιμάται. Τρία χτυπήματα στην μπροστινή πόρτα του σπιτιού τον ξύπνησαν. Η σύζυγος του Γιώργου κοιμόταν πάντα πολύ ελαφριά. Όμως για κάποιο παράξενο λόγο, δεν άκουσε καθόλου τα χτυπήματα στην πόρτα και συνέχισε τον ύπνο της. Σε αντίθεση με τον Γιώργο που συνήθως κοιμόταν βαριά, αλλά για κάποιο λόγο ένιωσε αυτά τα τρία χτυπήματα να διαπερνούν τα αυτιά του τόσο έντονα, που τον έκαναν να ξυπνήσει απότομα. Τις τελευταίες μέρες πριν από τα γενέθλια του, ο άνδρας δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά. Προέβλεπε το τέλος της ζωής του και προσπαθούσε να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να πεθάνει ξαφνικά. Όμως αδυνατούσε να το πιστέψει. 
    Φορώντας μόνο τις πιτζάμες του,  περπάτησε προς την πόρτα και την άνοιξε. Ένας μεσήλικας άνδρας με κοστούμι και ένα πλατύ χαμόγελο στεκόταν στο κατώφλι. 
«Γεια σας, να περάσω ;» είπε και τέντωσε το χέρι του.
Ο Γιώργος τρομαγμένος του έσφιξε το χέρι με μια χειραψία και έκανε στην άκρη για να περάσει ο μυστηριώδης κύριος. Εκείνος περπάτησε με μια ευκολία στο σπίτι, σαν να γνώριζε ήδη τον χώρο. Έφτασε στην κουζίνα όπου έκατσε στο τραπέζι και έκανε νόημα στον Γιώργο να κάτσει απέναντι του, ο οποίος και το έκανε αμίλητος χωρίς δεύτερη σκέψη. 
Ο κύριος χαμογελούσε και τον κοίταζε χωρίς να λέει κουβέντα. Ο Γιώργος είχε πολλές ερωτήσεις όμως ένιωθε την γλώσσα του να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη.
«Φαίνεστε έκπληκτος που με βλέπετε. Υποθέτω πως περιμένατε την επίσκεψη μου, έτσι δεν είναι ;»
Ο Γιώργος κούνησε θετικά το κεφάλι του. 
«Σας περίμενα. Γιατί είστε εδώ ;»
«Αυτή είναι η πρώτη ερώτηση που σας έρχεται στο μυαλό βλέποντας με ; Όχι ποιος είμαι ή για το τι έκανα στους συγγενείς σου ; Με εκπλήσσεις, Γιώργο. Με εκπλήσσεις πολύ!» Είπε ο άγνωστος κύριος και το χαμόγελο έσβησε στο πρόσωπο του. Ο Γιώργος δεν απάντησε. 
«Όπως επιθυμείτε.» Αναστέναξε ο μεσήλικας. «Είμαι εδώ για να σας μιλήσω. Για να σας δώσω απαντήσεις σε κάθε ερώτηση που είχατε ποτέ. Ότι θέλετε να ξέρετε. Ανεξάρτητα για το πόσο ανόητη ή παράξενη μπορεί να είναι μια ερώτηση. Θα σας πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.»
«Εσείς σκοτώσατε τον πατέρα μου ;»
«Φυσικά και όχι. Αυτό είναι αντίθετο στους κανόνες. Στον πατέρα σου απλά έδωσα μια επιλογή. Όπως και σε όλους τους άνδρες τις οικογένειας σου. Όλοι, εκτός από τον παππού σου, αποφάσισαν να αφήσουν τον μάταιο αυτό κόσμο και να φύγουν.»
«Ποια επιλογή ;»
«Μην βιάζεστε, Γιώργο. Θα σας πω την απάντηση αλλά όταν είμαι σίγουρος πως είστε έτοιμος να την ακούσετε.» 
«Ποιος είστε ; Είσαι ο Σατανάς ;»
«Βλέπω πως ήδη απαντήσατε μόνος σας στην ερώτηση σας. Απλά δεν μου αρέσει να με λένε Σατανά. Μπορείτε να με λέτε με τον όνομα μου. Λούσιφερ.» είπε και γέλασε δυνατά.
Ο Γιώργος ανατρίχιασε. 
«Μήπως θα μπορούσαμε να μιλάμε σιγά ; Η γυναίκα μου είναι πάνω και κοιμάται ελαφρά, δεν θα ήθελα να την ξυπνήσουμε…»
Ο Λούσιφερ σηκώθηκε από την καρέκλα και γέλασε με όλη του την δύναμη κοπανώντας την καρέκλα πάνω κάτω στο πάτωμα της κουζίνας. Έπειτα σταμάτησε, κάθισε ξανά στην καρέκλα και κοίταξε χαμογελαστά τον άνδρα απέναντι του που είχε ιδρώσει. 
«Γιώργο. Δεν μας ακούει. Μπορείς να ηρεμίσεις.» 
    Σιωπή επικράτησε στο δωμάτιο. Ο Γιώργος σκεφτόταν τι ερώτηση να κάνει στον ξένο απέναντι του. Ένοιωθε πως πράγματι μπορούσε να του απαντήσει σε κάθε ερώτηση. 
«Λίγο πριν πεθάνει ο πατέρας μου, μου είπε κάτι που δεν εχω πει ποτέ ξανά σε κανέναν άλλο. Δεν το κατάλαβα τότε, αλλά όταν πέθανε την επόμενη μέρα δεν μπορούσα να σταματήσω να το σκέφτομαι.»
«Γίνε καλύτερος άνθρωπος από εμένα, Γιώργο.» Είπε ο Λούσιφερ και η φωνή του ακούστηκε σαν την φωνή του πατέρα του Γιώργου. Ο Γιώργος έχασε κάθε αμφιβολία και πίστεψε στα λόγια του άνδρα.
«Εφόσον είστε αυτός που λέτε ότι είστε, τότε υπάρχει και ο Θεός και όλα αυτά που λένε ;»
«Μα και φυσικά! Φυσικά είναι πραγματικός, ο ίδιος και ο παράδεισος και οι άλλες πραγματικά εκπληκτικές δημιουργίες που αναδύθηκαν από τις ιερές δυνάμεις του, αλλά δεν νομίζατε ότι σας δημιούργησε πραγματικά, έτσι; Ούτε εσένα ούτε και το ανθρώπινο είδος δεν δημιούργησε αυτός που είπες. Όχι εσκεμμένα τουλάχιστον.» 
«Δεν μας δημιούργησε ;»
«Όχι, καθόλου, ούτε εσένα, ούτε την ανθρωπότητα. Δεν είστε τίποτα περισσότερο από μια ατυχή παρενέργεια των πραγματικών δημιουργιών του Θεού. Πιστεύετε πραγματικά ότι κάτι τόσο καταστροφικό, θα μπορούσε να δημιουργηθεί από ένα παντοδύναμο ον; Σκεφτείτε, Γιώργο. Εσείς τα πλάσματα πολεμάτε οποιονδήποτε, ακόμη και το λίγο διαφορετικό από τον εαυτό σας. Συσσωρεύετε όλα τα τελικά άσκοπα υπάρχοντά σας, επιτρέποντας κάποιους άλλους να σαπίζουν στη φτώχεια και να μην έχουν ούτε τα απαραίτητα. Σκοτώνετε για διασκέδαση και τελικά θα καταστρέψετε τον πλανήτη, το δικό σας σπίτι, μόνο και μόνο από  πολύ εγωισμό για να φροντίσετε ο ένας τον άλλον. Αυτό δεν μοιάζει με κάτι που ο Θεός θα δημιουργούσε, έτσι δεν είναι Γιώργο;»
«Υπάρχουν και καλοί άνθρωποι εκεί έξω. Πάντα θα υπάρχει το καλό και το κακό.» 
«Κανένας όμως δεν είναι αρκετά καλός ώστε να κάνει την διαφορά.» 
Ο Λούσιφερ σηκώθηκε από την καρέκλα του και άρχισε να περπατάει, καθώς δίδασκε στον Γιώργο για τη μάταιη φύση των ανθρώπων.
«Τίποτα από αυτό που κάνετε εδώ, σε αυτόν τον κόσμο δεν αξίζει πραγματικά. Στο τέλος θα καταλήξετε απλά σε αιωρούμενη σκόνη. Σε ένα τίποτα.» 
Ο Γιώργος σκέφτηκε πόσο ανούσια είναι η ζωή. Το ήξερε ότι μια μέρα θα πεθάνει, και αυτός, και η σύζυγος του, και όλα τα άτομα που γνώριζε, και είτε αγαπούσε είτε του ήταν αδιάφορα. Όμως είχε αποφασίζει να ζήσει πριν πεθάνει. Τα λόγια του παππού του έρχονται ξανά στο κεφάλι του. Όμως τα λόγια χάνουν το νόημα τους τώρα. Γιατί να ζήσει, εάν στο τέλος θα καταλήξει σκόνη ; 
«Οπότε…»
«Τι συμβαίνει όταν πεθάνεις ;» ολοκληρώνει την φράση του Γιώργου ο Λούσιφερ. 
«Ναι! Πάμε στην κόλαση ή στον παράδεισο ανάλογα με τις πράξεις μας ;»
Ο μεσήλικας γέλασε. 
«Η κόλαση και ο παράδεισος είναι τρόπος ζωής. Εδώ είναι όλα, στην Γή. Όταν πεθαίνετε, απλά σταματάτε να υπάρχει. Το μικρό κομμάτι της θείας δύναμης μέσα σας, αυτό που νομίζετε ότι αξίζει να ονομάζεται «ψυχή», συλλέγεται από τους εργάτες μου. Χρειαζόμαστε τα θραύσματα για να φτιάξουμε περισσότερα… επιθυμητά όντα .» Ο Λούσιφερ έκανε μια παύση. Έστρεψε το βλέμμα του στο ψυγείο. 
«Μάλλον σου χρειάζονται μερικά λεπτά για να επεξεργαστείς ότι σου είπα. Έχεις κάτι να φάω ;» 
Ο Γιώργος σηκώθηκε και πήγε στην ηλεκτρική κουζίνα. Άνοιξε μια κατσαρόλα και είδε εάν έχει μείνει καθόλου κοκκινιστό κοτόπουλο από το μεσημέρι. Έπειτα, πήρε ένα πιάτο και έβαλε να στον άνδρα να φάει. Πήγε το πιάτο και το ακούμπησε μπροστά του.
«Μισό λεπτό να σου φέρω και τα μαχαιροπίρουνα» είπε ο Γιώργος όμως ο άνδρας ξεκίνησε ήδη να τρώει με τα χέρια του. 
«Μάλλον δεν τα χρειάζεσαι… Λοιπόν ; Τι θέλεις από εμένα ;» Συμπλήρωσε και ρώτησε.
«Θέλω να σου προσφέρω μια επιλογή.»
    Πριν να το καταλάβει ο Γιώργος, οι τοίχοι του σπιτιού άρχισαν να κατεδαφίζονται. Το έδαφος κάτω από τα πόδια του έσπασε και κόκκινη λάβα φαινόταν σαν κα κυλάει από κάτω του. Όλο το περιβάλλον και τα έπιπλα γύρω του βυθίστηκαν στην λάβα. Μόνο ένα μικρό κομμάτι γης έμεινε που επέπλεε και πάνω του ήταν ο Λούσιφερ και ο Γιώργος. 
«Που… που είμαστε ; Είναι αυτή η κόλαση ;» Είπε ο Γιώργος με τρεμάμενη φωνή. 
«Μην βιάζεσαι, δώσε λίγο χρόνο… αυτό που βλέπεις δεν είναι η τελική μορφή.»
    Κτίρια εμφανίστηκαν γύρω τους, ψηλά, σύγχρονα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, χρωματισμένα σε περίεργα μείγματα από ασήμι και μπλε. Όλοι τεντώνονται ψηλά στον ουρανό. Η λάβα καλύφτηκε από μεγάλους δρόμους. 
«Αυτή είναι η Ουτοπία!" Αναφώνησε ο Λούσιφερ, και ξαφνικά βρέθηκε με τον Γιώργο, στην κορυφή πάνω σε ένα από τα κτίρια. Δεν υπήρχαν σύννεφα ή ομίχλη για να αποκρύψουν την θέα, πράγμα που σημαίνει ότι οι δύο άνδρες μπορούσαν να κοιτάξουν πολύ στον ορίζοντα, βλέποντας την πόλη να απλώνετε μπροστά τους. 
«Είναι αλήθεια αυτό η Ουτοπία ; Ο παράδεισος ;» 
«Προφανώς όχι. Αυτή είναι η πόλη μου. Το έκανα πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, είναι αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν καθαρτήριο.»
Ο Γιώργος κοίταξε γύρω του. Ο δρόμος χιλιάδες πόδια πιο κάτω φαινόταν τόσο άδειος, χωρίς κανέναν κόσμο.
«Πού είναι όλοι;»
«Σε ένα άλλο τμήμα, συνεχίζω να επεκτείνω αυτό το μέρος καθώς οι άνθρωποι εισέρχονται μέσα. Βλέπεις, Γιώργο, αυτό σου προσφέρω. Αιώνια ζωή σε αυτή την πόλη ή να διαγραφείς από τον ίδιο τον χρόνο μέσα σε λίγες δεκαετίες και να ξεχαστείς γρήγορα από τον κόσμο που κατοικούσες κάποτε.» 
«Γιατί ;»
«Τι εννοείς, γιατί; Ο Θεός μπορεί να έχει εγκαταλείψει εσάς, την ανθρωπότητα πριν καν δημιουργηθείτε, αλλά εγώ εξακολουθώ να βλέπω τις δυνατότητές σας. Δυστυχώς, η πίστη σας σε Αυτόν εξακολουθεί να εμποδίζει τους περισσότερους από εσάς να δεχτείτε την προσφορά μου. Προσφέρω αιώνια ζωή. Όπως ακριβώς λένε και τα βιβλία»
Ο Γιώργος μπορούσε να αισθανθεί την κακόβουλη πρόθεση πίσω από την προσφορά του Λούσιφερ. Εάν προσέφερε πραγματικά αιώνια ζωή, τότε σίγουρα ήθελε κάτι σε αντάλλαγμα. Τι όμως ;
«Ποιο είναι το ανώτερο σχέδιο ;» 
«Να πάρουμε πίσω ότι είναι δικό μας. Να πάρουμε πίσω ότι μας ανήκει.» Είπε και χαμογέλασε. Μέσα στο επόμενο δευτερόλεπτο, οι δύο άνδρες κατέρρευσαν στις καρέκλες τους, πίσω στην κουζίνα του σπιτιού του Γιώργου. Χωρίς προειδοποίηση, είχανε επιστρέψει εκεί.
«Αυτή είναι η επιλογή που σας προσφέρω, μια ευκαιρία να ζήσετε στην ασημένια πόλη, για πάντα, αιώνιος. Αλλά αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να πεθάνετε σήμερα και να έρθεις μαζί μου."
«Η οικογένεια μου ;» 
«Δεν είναι έτοιμοι. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν δηλητηριαστεί από την ανατροφή τους σε θρησκευτικά νοικοκυριά. Μόνο μερικοί από εσάς είστε κατάλληλοι για τη δουλειά.»
Ο Λούσιφερ κοίταξε ένα ρολόι στον τοίχο, ο χρόνος πέρασε γρηγορότερα από ό, τι περίμενε και το πρωί είχε μόλις φτάσει.
«Λοιπόν, ο χρόνος μας τελείωσε. Μέχρι τα μεσάνυχτα αποφασίζεις εάν θέλεις να έρθεις μαζί μου ή εάν θέλεις να συνεχίζεις να ζεις την μίζερη κα χωρίς νόημα ζωούλα σου.» Έπειτα, ο  μεσήλικας, βγήκε από την κουζίνα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του σπιτιού. Βγήκε έξω και χάθηκε στο ξημέρωμα. 
    Ο Γιώργος αισθανόταν εξαντλημένος αφότου έφυγε ο άνδρας. Πήγε στην κουζίνα, πήρε ένα μπουκάλι κρασί και ξεκίνησε να το πίνει καθισμένος στην πρόσοψη του σπιτιού. Ήταν εφτά το πρωί. Ο άνδρας ήταν σκυμμένος όταν ένιωσε ένα χτύπημα στην πλάτη του. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον παππού του. 
«Πώς πήγε η συζήτηση ;»
«Γιατί αποφάσισες να μείνεις ;» Ρώτησε ο Γιώργος. 
«Όταν ήμουν μικρός, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα ζήσω τη ζωή στο μέγιστο μέχρι να έρθει η ώρα μου. Αγαπούσα και αγαπώ την ζωή όμως, δεν ήθελα να την χάσω. Σκέφτηκα ότι θα πεθάνω απλώς όπως όλοι οι άλλοι. Η «κατάρα» όπως εσύ αποκαλείς, καταδιώκει την οικογένεια μου πολλές γενιές πίσω. Φαντάσου λοιπόν, πόσο ανακουφισμένος ένιωσα όταν μου δόθηκε στην πραγματικότητα η επιλογή να ζήσω.»
«Γιατί όμως κάποιος να ήθελε να ζήσει ; Αφού η ζωή δεν έχει νόημα τελικά. Όταν πεθάνουμε δεν μένει τίποτα από εμάς. Γινόμαστε σκόνη…» 
«Για τον λόγο ότι ήθελα να εκτιμήσω την ζωή μου. Ήξερα ότι θα πεθάνω στα σαράντα και το έκανα. Η πραγματική πρόκληση όμως είναι να εκτιμήσεις την ζωή σου όταν πραγματικά δεν ξέρεις πότε θα σου χτυπήσει την πόρτα ο θάνατος. Κάνε ότι θέλεις εσύ όμως. Δεν θα σου δώσω εγώ την απάντηση.  Η επιλογή είναι δική σου!»  
    Ο Γιώργος κάθισε και σκέφτηκε τα λόγια του παππού του. 
«Ότι και να γίνει θα απολαύσω αυτή την μέρα με τον καλύτερο τρόπο που μπορώ… Ίσως και να είναι η τελευταία μου.» είπε ο Γιώργος και ήπιε το λίγο κρασί που είχε μείνει στο μπουκάλι. 

ΤΕΛΟΣ

Η ΕπιλογήDove le storie prendono vita. Scoprilo ora