Ο κύριος Χ

19 3 0
                                    

Όπως έρχεσαι από τα δυτικά προάστια και μπαίνοντας πλέον στην Κεντρική Οδό, συνεχίζεις άλλα πεντακόσια μέτρα και κάνεις δεξιά. Το πρώτο κτήριο που συναντάς ανήκει στην ΚΑΠΑΚΙ Α.Ε. Στον τελευταίο όροφο αυτού του κτηρίου που στεγάζει τα γραφεία της εταιρείας βρίσκεται το γραφείο του. Κάθε πρωί μπαίνει στον ανελκυστήρα, όπως ο ίδος συνηθίζει να τον αποκαλεί και αφού σταματήσει στον προτελευταίο όροφο θα συνεχίσει με τα πόδια μέχρι να φτάσει στο πόστο του. 

"Ούτε το ασανσέρ δεν μπορεί να αντικρίσει την πόρτα του γραφείου του" έλεγαν οι υπάλληλοι της εταιρείας που τον έβλεπαν κάθε μέρα να ανεβαίνει με τα πόδια.  

Όλοι γνώριζαν την ώρα που θα κατέβει από το "αναβατόρι", ήταν πάντα 07:55. Τον έπαιρνε περίπου 3 λεπτά, μέχρι να διασχίσει τον τεράστιο χώρο που φιλοξενούσε 152 πωλητές προϊόντων της ΚΑΠΑΚΙ Α.Ε. Κατά το χρονικό διάστημα των τριών λεπτών κανένας δεν τολμούσε να τον κοιτάξει στο πρόσωπο.  Ούτε για αστείο δεν θα τολμούσε κάποιος από αυτούς που γνώριζαν την ιδιότητά του να τον πλησιάσει και να του μιλήσει. Το θεωρούσαν απίθανο ακόμα και στο γραφείο του να μπούνε για μια δουλειά της εταιρείας. Όπως υποστήριζαν, όποιος έμπαινε στο γραφείο του δεν έβγαινε ποτέ όπως ήταν προτού μπεί σ' αυτό. Έβγαινε χαρούμενος, γεμάτος όρεξη για δουλειά έτοιμος να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του κατά μέτωπο χωρίς να σκύβει το κεφάλι του σ' αυτά. Τον αποκαλούσαν ο κύριος Χ, από το Χρήστος, Χρήστος Καλλικρατίδης ήταν το όνομά του και αν δεν το έγραφε στην πόρτα του γραφείου του κανένας δεν θα το γνώριζε.

Ο κύριος Καλλικρατίδης ήταν ένας άνθρωπος εύθυμος γεμάτος χαρά και αισιοδοξία.To πρόσωπό του ήταν πάντα χαμογελαστό, γεμάτο όρεξη για διάλογο. Το παρουσιαστικό του όμως ήταν που τον πρόδιδε αφού σε προϊδέαζε ότι είχες να κάνεις με κάποιον σοβαρό και αμείλικτο άνθρωπο. Για να καταφέρεις να δεις το πρόσωπό του έπρεπε να σηκώσεις το κεφάλι σου αφού το ύψος του ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Οι ώμοι του ήταν εξαρετικά φαρδείς και τα χέρια του αρκετά μακριά. Το κεφάλι του ήταν πραγματικά τεράστιο αλλά σε σχέση με το σώμα του ερχόταν σε τέλεια αρμονία αφού κάτι μικρότερο θα τον έκανε να μοιάζει με το γνωστό κίτρινο πουλί των κινούμενων σχεδίων. Τα γυαλιά που φορούσε μεγάλωναν τα μάτια του ενώ η τεράστια φαλάκρα του τον έκανε να μοιάζει με σημαδούρα μέσα στη λαοθάλασσα. Αυτό που τον έκανε ξεχωριστό ήταν ότι βρισκόταν πάντα εκεί για να σε βοηθήσει, να κάτσει να σε ακούσει και να σου προτείνει μια λύση για το πρόβλημά σου, ακόμα και αν δεν ήταν στο γραφείο του. Ήταν ο μοναδικός που κοινοποιούσε το προσωπικό του τηλέφωνο, το μόνο που είχε να κάνεις ήταν να ανέβεις στον τελευταίο όροφο και να το σημειώσεις από την πινακίδα που ήταν καρφωμένη στην πόρτα του γραφείου του. 

Χρήστος Καλλικρατίδης  -----------------

ΔΕΥΤΕΡΑ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 08:00 - 16:00

Τηλ. 1234567890

Δυστυχώς την ιδιότητά του κάποιος την είχε σβήσει τραβώντας μια γραμμή με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον ορατή. "Από τη στιγμή που δεν θέλουν να βλέπουν αυτό που είμαι δεν υπάρχει πρόβλημα" σκέφτηκε την πρώτη φορά που αντίκρισε την "ανακαινισμένη" πινακίδα του και έτσι την άφησε όπως ήταν.  "Για όλα τα προβλήματα υπάρχει μια λύση αρκεί να έχουμε το θάρρος να τη γνωρίσουμε." Τον άκουσαν να λέει σε κάποιον που τον είχε επισκεφθεί.  

Εκείνη τη μέρα έφτασε στον προσωπικό χώρο εργασίας του ακριβώς στις 8:00,  όπως έκανε άλλωστε κάθε ημέρα από Δευτέρα έως Παρασκευή. Μπήκε και άφησε πίσω του την πόρτα να κλείσει. "Πανέμορφα", μονολόγησε, και αμέσως τα μάτια του έπεσαν επάνω στις βιβλιοθήκες του. Ξεκινώντας από αριστερά, δίπλα ακριβώς από τον διακόπτη του φωτός και συνεχίζοντας σε σχήμα πι κάλυπταν περιμετρικά το μισό δωμάτιο. Βιβλία, πολλά βιβλία σχετικά με το επάγγελμά του προσπαθούσαν να καλύψουν τη δίψα του για περαιτέρω γνώση του αντικειμένου του. Εκεί ανάμεσα σ'αυτά μια εικόνα  των αγαπημένων του Αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Του την είχε χαρίσει ο πατέρας του πριν από αρκετά χρόνια όταν τελείωσε τη σχολή του. Το βλέμα του τότε έπεσε στην καθημερινή του συνήθεια. Αυτή δεν ήταν άλλη από το πρωινό του καφεδάκι. Κατευθύνθηκε στην αυτόματη μηχανή του καφέ που είχε βάλει δίπλα στο παράθυρο. Παιρνόντας από το γραφείο του, το οποίο βρισκόταν σχεδόν στη μέση του δωματίου άφησε την τσάντα του κάτω δεξιά μπροστά ακριβώς από τη ραφιέρα. Συνέχισε σαν υπνωτισμένος προς την μεγάλη του αγάπη, με μια γρήγορη κίνηση έβαλε την αγαπημένη του κάψουλα και αφού πάτησε το τρίγωνο κουμπί που βρισκόταν στη βάση της μηχανής άκουσε το γνωστό θόρυβο εκκίνησης για την παρασκευή του  καφέ του. Η θέα από το δωμάτιό του ήταν εκπληκτική. Ο ορίζοντας στο βάθος της θάλασσας τον ταξίδευε. Το καμπανάκι όμως από τη μηχανή χτύπησε και η εξαιρετική μυρωδιά του καφέ τον έκανε να χαμογελάσει. Ο καφές ήταν έτοιμος και το όνειρο διακόπηκε. Γυρίζοντας να πάρει τον καφέ του, το βλέμα του έπεσε στον κεντρικό δρόμο της πόλης που περνούσε μπροστά από το κτήριο και γρήγορα τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Πήρε τον καφέ του και αφού έριξε μια τελευταία ματιά στη θάλασσα γύρισε την πλάτη του σ΄αυτήν και προχώρησε προς το γραφείο του. 

Τράβηξε την καρέκλα του να καθίσει και έσκυψε να πάρει τον φορητό του υπολογιστή. Τον έβαλε στο γραφείο και τον ενεργοποίησε. Άνοιξε το ημερολόγιό του και τότε θυμήθηκε πως είχε ένα ραντεβού στις 08:30. "Ακόμη ένα ραντεβού που θα με στήσει", σκέφτηκε και χαμογέλασε ελαφρά πίνοντας την πρώτη γουλιά καφέ. Ήταν 08:25 όταν ξαφνικά άκουσε την πόρτα να χτυπάει...

Ο ΕυεργέτηςWhere stories live. Discover now