Κεφάλαιο 27ο.

2.8K 260 25
                                    

   Από πίσω μου άκουσα έναν γνώριμο αυτάρεσκο σαρκασμό. «Δεν είναι γκόμενά μου.»

   Γύρισα αμέσως με οργή και το βλέμμα μου έπεσε σε έναν Σταύρο αλλιώτικο. Ήταν αξύριστος, είχε τα μαλλιά του μαζεμένα και έδειχνε ταλαιπωρημένος και θυμωμένος. Τα μάτια του απέφευγαν τα δικά μου. Κοίτα με ρε γαμώτο, κοίτα με!

«Α ωραία, δηλαδή δε θα σε πείραζε να την παίρναμε και εμείς μια γύρα;» συνέχισε ο τύπος και έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.

   Το σώμα μου κοκάλωσε εκεί. Η ανάσα μου γρήγορη από τον φόβο και την οργή. Δεν πήρα στιγμή τα μάτια μου από το Σταύρο. Εκείνος έστρεψε τα δικά του σε εμένα για μια γρήγορη ματιά. Ίσως να διήρκησε λιγότερο και από δευτερόλεπτο μα αρκούσε για αν με κάνει να καταλάβω πως αυτό που μόλις είχε ακούσει δεν του άρεσε καθόλου. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, αδιάφορο μα τα μάτια του δεν με ξεγελούσαν. Εκείνη την στιγμή θα έβαζα ό, τι στοίχημα πως μόνο και στην ιδέα πως κάποιος από αυτούς θα με ακουμπούσε γινόταν έξαλλος. Ήμουν τόσο σίγουρη πως θα με προστάτευε. Τόσο σίγουρη…

   Εκείνος όμως απλά ανασήκωσε τους ώμους του μαζί με έναν μορφασμό αδιαφορίας. «Κάντε ότι θέλετε…» τα λόγια του με σκότωσαν. Έκανε να φύγει να πάει προς τους υπόλοιπους που ακόμα μας κοιτούσαν και χαζογελούσαν αλλά κοντοστάθηκε. «αλλά δεν θα σας το συνιστούσα… πολύ μέτριο το πιτσιρίκι…» είπε με αλαζονεία και τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου. Ένοιωσα πως με προκαλούσε. Πως ήθελε να με κάνει να θυμώσω. Να σηκωθώ να φύγω. Ε λοιπόν τα κατάφερε.

   Άφησα ένα δεκάρικο για τις μπύρες στον περιπτερά –που έφταναν, και με το παραπάνω- και χωρίς να περιμένω ρέστα τις πέταξα βιαστικά στη σακούλα που μου έδωσε και απομακρύνθηκα. Τη στιγμή που περνούσα μπροστά από τον Σταύρο, ένα αυθόρμητο «άντε γαμήσου» βγήκε από το στόμα μου. Οι λέξεις ακούστηκαν δυνατά και καθαρά. Όλη απέχθεια που ένοιωθα εκείνη τη στιγμή είχε γίνει ένα με αυτές τις δύο λέξεις.

   Εκείνος έσφιξε το μπράτσο μου κάνοντας με να γυρίσω αν τον κοιτάξω. Δεν ξέρω ποιανού το βλέμμα είχε περισσότερη οργή, και απελπισία. Το δικό μου ή το δικό; Την ίδια στιγμή που αποφάσισα να τραβήξω με δύναμη το χέρι μου, είχε αποφασίσει και εκείνος να αφήσει τη παλάμη του. Η κίνηση έγινε ταυτόχρονα και η ένταση ήταν τρομερή. Σαν όλος ο πόνος και η ντροπή που αισθανόμουν να είχε συσσωρευτεί σε αυτή την κίνηση. Για το τι αισθανόταν εκείνος, δεν είχα ιδέα. Πως θα μπορούσα άλλωστε. Δεν με είχε μπερδέψει ποτέ άλλοτε τόσο πολύ κάποιος όσο ο Σταύρος. Το σίγουρο ήταν πως και εκείνος ένοιωθε έντονα πράγματα εκείνη τη στιγμή. Ήταν ολοφάνερο. Μίσος, θα μάντευα. Γιατί όμως; Δεν είχε λόγο αν με μισεί… αν ήμουν τόσο μέτρια και αδιάφορη για εκείνον όπως έδειχνε, τα λόγια μου δεν θα έπρεπε να του προκαλούν τίποτα. Ούτε καν οργή.

Η Εκδρομή {GW15}Where stories live. Discover now