"ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ"

441 23 0
                                    

Οκτώβριος 1966

Το φθινόπωρο είχε μπει πια για τα καλά στο Διαφάνι. Μετά τις πρώτες γερές μπόρες, η μυρωδιά του ποτισμένου χώματος είχε γεμίσει τα ρουθούνια των κατοίκων και το ελαφρύ αεράκι καθάριζε τώρα την ατμόσφαιρα μετά την αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού.

Για το Λάμπρο, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, το φθινόπωρο ήταν η αγαπημένη του εποχή. Μετά την κάψα των θερινών μηνών, οι πρώτες στάλες βροχής ακούγονταν στ' αυτιά του σαν την μελωδία της ευτυχίας. Φυσικά, ο Λάμπρος πάντα λάτρευε το Σεπτέμβριο καθώς σηματοδοτούσε την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Η πρώτη μέρα στο σχολείο ήταν γι' αυτόν η πιο σημαντική μέρα του χρόνου. Κι αν ανυπομονούσε όλο το καλοκαίρι γι' αυτήν μία φορά ως μαθητής, από τότε που ξεκίνησε να κάνει την δουλειά των ονείρων του, από τότε που η θέση του δεν ήταν πια στο θρανίο αλλά στην έδρα, η ανυπομονησία αυτή δεκαπλασιάστηκε. Και ειδικά την φετινή χρονιά, αυτήν τη μέρα την περίμενε όσο ποτέ.

Ούτε που ήξερε ο Λάμπρος πώς πέρασαν οι τελευταίοι μήνες. Ούτε θυμόταν, ούτε να εξηγήσει μπορούσε. Πώς βάσταξε η ψυχή του μετά από εκείνα τα γεγονότα; Το σίγουρο είναι ότι όσα αποθέματα του είχαν μείνει τον πρώτο καιρό τα κρατούσε γερά φυλαγμένα, ίσα ίσα να μπορεί να στέκεται όρθιος μπροστά στους μικρούς του μαθητές. "Κράτα γερά", έλεγε στον εαυτό του, "λίγες βδομάδες είναι, δεν είναι καλό για τα παιδιά να σε βλέπουν θλιμμένο". Όμως και πάλι, αυτός που άλλοτε δεν έβλεπε την ώρα να κινήσει για το σχολείο το πρωί, τώρα ένιωθε τα πόδια του βαριά και μουδιασμένα. Το καταλάβαινε αυτό η Λενιώ και όταν έβλεπε πως, έστω και με το ζόρι, είχε βάλει δυο μπουκιές στο στόμα του, τον έπαιρνε απ το χέρι και κατέβαιναν μαζί την σκάλα του σπιτιού. Με το βλέμμα της και μόνο του θύμιζε πόσο πίστευε στην δύναμη του, πως ήταν σίγουρη ότι και κείνη τη μέρα θα τα καταφέρει, πως ήταν πλασμένος για να είναι δάσκαλος. Με τα μάτια του το έλεγε και με το γλυκό φιλί της το επιβεβαίωνε κάθε πρωί.

Και πράγματι, η Ελένη δεν είχε άδικο. Γιατί μέσα στην σχολική αίθουσα, με τα παιχνιδιάρικα βλέμματα των παιδιών, τις -αστείες κάποιες φορές- απορίες τους και την αστείρευτη ενέργεια τους, ο Λάμπρος ξεχνιόταν. Θαρρείς και όλα ήταν όπως παλιά, και όλοι του οι αγαπημένοι βρίσκονταν κάπου ανάμεσα στους κατοίκους του μικρού χωριού. Γι' αυτό και κατάφερε να χαμογελάσει αληθινά, και διόλου προσποιητά, όταν την τελευταία μέρα του σχολείου δάσκαλος και μαθητές αναφώνησαν τόσο δυνατά, με σκοπό να ακουστούν σε όλο τον κάμπο, "ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ! ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ!"

Το Όνομα του ΉρωαWhere stories live. Discover now