Και πάλι απο την αρχή...

1.1K 19 4
                                    

Το καράβι σφύριξε. Έφτανε σιγά σιγά στο λιμάνι και ο ήχος από τα φουγάρα ήταν τόσο δυνατός που αντήχησε σε όλη τη θάλασσα. Το λιμάνι ήταν σχεδόν άδειο. Μόνο μερικοί ψαράδες υπήρχαν που πουλούσαν ψάρια από τα μικρά τους καΐκια. Ακόμα και αυτοί, όμως, δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι του νησιού. Το ίδιο το νησί είχε ελάχιστους κατοίκους, οι περισσότεροι το είχαν εγκαταλείψει. Δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με το μέρος που έμεναν οι παραγκωνισμένοι, τα απόβλητα όπως τους είχαν ονομάσει.

Η Ελένη στεκόταν όρθια στην πλώρη του καραβιού, κοίταζε τη θάλασσα και αναρωτιόταν τι επρόκειτο να συμβεί από εδώ και πέρα. Δεν μπορούσε όμως να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα που της τριβέλιζε το μυαλό εδώ και μέρες. Σκεφτόταν ότι ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει θάλασσα και τώρα που ταξίδευε με το καράβι, τής φαινόταν ιδιαίτερα περίεργο και μάλιστα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ήθελε τόσο πολύ να πάει ένα ταξίδι με τον Λάμπρο, όμως ποτέ τους δεν τα κατάφεραν. Διαφάνι και πάλι Διαφάνι ήταν όλη της η ζωή. Και τι κέρδισε τελικά; Τίποτα απολύτως. Το αγαπούσε το χωριό της αλλά τον τελευταίο καιρό ο αγαπημένος της τόπος είχε γίνει η φυλακή που για χρόνια πάσχιζε να ξεριζώσει από μέσα της. Ίσως η νέα αυτή πραγματικότητα, την οποία έπρεπε να αποδεχτεί και να συνηθίσει, να μην ήταν και τόσο κακή τελικά. Εξάλλου όλη της τη ζωή προσπαθούσε να επιβιώσει, ξεπληρώνοντας όχι μόνο τα δικά της λάθη, αλλά και των άλλων. Τουλάχιστον τώρα θα έχει στο πλευρό της τον άνθρωπο που αγαπά περισσότερο από κάθε τι στη ζωή της. Τον Λάμπρο της.

Τη στιγμή ακριβώς που έφερε την εικόνα του στο μυαλό της, τον είδε να στέκεται δίπλα της. Του χαμογέλασε. Η παρουσία του την έκανε να νιώθει ευτυχία και γαλήνη. Έγειρε το κεφάλι της στο στέρνο του και εκείνος την έκλεισε μέσα στα χέρια του. Τώρα κοιτούσαν και οι δύο αγκαλιασμένοι τη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά τους, ο Λάμπρος με φόβο και η Ελένη με ένα απαλό μειδίαμα σχηματισμένο στα χείλη της.

«Όλα καλά θα πάνε καρδιά μου, μην ανησυχείς» της είπε

Η Ελένη τον κοίταξε και του χάρισε ένα χαμόγελο γεμάτο αισιοδοξία. Αυτό της το χαμόγελο τον φόβισε ακόμα περισσότερο. Η συμπεριφορά της τις τελευταίες μέρες τού φαινόταν αρκετά περίεργη. Ήταν τόσο ήρεμη και χαρούμενη σαν να αγνοούσε πλήρως τι πρόκειται να τους συμβεί. Δεν ήθελε να της το παραδεχτεί αλλά η στάση της τον ανησυχούσε. Ίσως να μην ήξερε, ή να μην ήθελε να ξέρει, τι πρόκειται να γίνει. Ένα όμως ήταν σίγουρο, μαζί θα κατάφερναν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο, όπως έκαναν πάντα. Θα έκαναν μια νέα αρχή ακόμα και κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες.

Το καράβι έριξε τελικά άγκυρα στο λιμάνι. Όλοι οι επιβάτες άρχισαν να ετοιμάζονται για να κατέβουν. Ο Λάμπρος και η Ελένη πήραν τις βαλίτσες τους και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. Ο κόσμος είχε σχηματίσει μια τεράστια ουρά προκειμένου να καταφέρει να κατέβει από το πλοίο. Ο Λάμπρος έπιασε από το χέρι την Ελένη και μετά από λίγη ώρα κατάφεραν να πατήσουν επιτέλους στεριά. Ξάφνου άκουσαν φωνές και ουρλιαχτά. Η Ελένη έστριψε το κεφάλι της προς το μέρος που ακουγόταν η φασαρία. Αυτό που αντίκρισε την έκανε να κρατήσει ακόμα πιο σφιχτά τον Λάμπρο. Ο Λάμπρος ένιωσε το χέρι της Ελένης να τον σφίγγει σαν μέγγενη. Γύρισε και την κοίταξε

Για μια ζωή ακόμαWhere stories live. Discover now