Μέρος Πρώτο

33 4 4
                                    

«Τον είδες;» ο Ντέιβ βρισκόταν ακόμα σκυμμένος πίσω από την ψιλή φιγούρα του Φρίντριχ.
«Δεν είναι δύσκολο να τον ξεχωρίσεις, τέτοιο γομάρι που είναι».
«Μια λύση μας μένει μόνο» ο Ντέιβ όρθωσε το κορμί του και άγγιξε το παγωμένο πόμολο της πόρτας έτοιμος να αντιμετωπίσει το οτιδήποτε.
«Τι πας να κάνεις;!» του σφαλιάρισε το χέρι μακριά από τη πόρτα. «Είναι η μόνη μας ευκαιρία» επέμενε.
«Ναι, με εκατοντάδες φρουρούς από έξω. Τι σκοπεύεις να κάνεις; Να κρυφτείς σαν κοινός κλέφτης και να περάσεις κάτω από την μύτη τους;» αυτή ήταν και η τελευταία σταγόνα που χρειαζόταν για να κάνει τον Φρίντριχ έξω φρενών.
«Για να ξέρεις, είμαι ένας κοινός κλέφτης και ναι, αυτό σκοπεύω να κάνω. Εκτός αν έχει κάποια καλύτερη ιδέα. Αλλά, να σου υπενθυμίσω δεν έχουμε μπόλικο χρόνο».
«Σκάσε που να σε πάρει! Αν οι υπολογισμοί μου βγαίνουν σωστοί, σε λίγο θα περάσει μια φρουρά. Εσύ θα κρυφτείς και εγώ θα φροντίσω να τους αποσπάσω την προσοχή» έτριψε το πιγούνι του και συνέχισε «Βλέπεις εκείνα τα βιβλία; Θα αρπάξεις έναν από τους τόμους και θα τον φέρεις στα κεφάλια τους. Δοξασμένοι οι θεοί, στο σημάδι δεν σε ξεπερνά κανείς» εξήγησε στα γρήγορα το πρόχειρό του σχέδιο.
«Και μετά θα τους βγάλουμε τα ρούχα για να περάσουμε απαρατήρητοι και έξω από τα μπουντρούμια» συνέχισε τον συνειρμό του Φρίντριχ ο Ντέιβ κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.
«Το έχεις ξανακάνει;» ρώτησε έκπληκτος.
«Ναι, περίπου. Έπρεπε να κρυφτώ από έναν αρκετά βίαιο σύζυγο» απάντησε γρήγορα και κόλλησε στον τοίχο πλάι σε μια ραφιέρα. «Είμαι καλά εδώ;»
«Υπέροχα» αναφώνησε ικανοποιημένος και έριξε μια ακόμα ματιά έξω από το μικρό παράθυρο της πόρτας «Έρχονται, έρχονται!» τον προειδοποίησε και πήρε και εκείνος τη δική του θέση. Ένα λεπτό αργότερα, δύο άνδρες ντυμένοι με βαριά στολή κουβαλώντας το έμβλημα της πόλης μπήκαν μέσα. Στην θέα του αγνώστου πήραν θέση άμυνας ενώ ο ένας από αυτούς ήταν έτοιμος να φωνάξει ενισχύσεις. Ανέμενε εντολές.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε ο μεγαλύτερο σε ηλικία και ο πιο άγριος σε φάτσα.
Ο Φρίντριχ απλά χαμογέλασε, μην έχοντας να πει κάτι. Σήκωσε τα χέρια ψηλά ενώ οι άλλοι δύο είχαν ήδη βγάλει από τα θηκάρια τα ξίφη τους «Εμ, είμαι εδώ για...» κοίταξε στα γρήγορα τριγύρω του. Η ματιά του έπεσε σε πέντε τσουβάλια με σιτηρά και φρούτα. «τις προμήθειες!» συμπλήρωσε κάπως δυνατά «Είχα έρθει να δω τα σακιά με τις προμήθειες Ο κύριος Άντερσον με έστειλε».
Ο Ντέιβ ήθελε να γελάσει, κρυμμένος στη γωνιά του και πράγματι ένας αχνός ήχος αντήχησε στο μικρό δωμάτιο. Οι φρουροί κοίταξαν κάπως ανήσυχοι γύρω μα ο Φρίντριχ στάθηκε μπρος του πιο δυναμικά.
«Λοιπόν, κύριοι;»
Οι δύο άνδρες χαλάρωσαν και τοποθέτησαν τα όπλα τους πίσω στα θηκάρια. Η τυχαία επιλογή ονόματος αποδείχθηκε σωτήρια. «Τελείωνε τότε» γάβγισε ο νεότερος.
«Μάλιστα» απάντησε ταπεινά ο Φρίντριχ και γύρισε τη πλάτη με το βλέμμα στον κρυμμένο Ντέιβ. Φαινόταν αρκετά βολεμένος σε εκείνη την στενάχωρη γωνίτσα. Μα είχε έρθει η στιγμή να αναλάβει δράση. Και αυτό έγινε. Μετά από το νεύμα του φίλου του, ένα βαρύ δερματόδετο βιβλίο εκτινάχθηκε στο πρόσωπο του ενός φρουρού και πριν προλάβει να αντιδράσει ο άλλος, ο Φρίντριχ είχε ήδη ορμήσει πάνω του και τον ακινητοποίησε. Με ένα τελειωτικό χτύπημα στο πρόσωπο τον άφησε αναίσθητο και σηκώθηκε όρθιος, περήφανος με το αποτέλεσμα.
«Στο είπα πως θα δουλέψει» είπε όλο καμάρι και τρίβοντας το γδαρμένο από τη γροθιά χέρι του.
«Ναι...συγχαρητήρια» μίλησε με δυσκολία καθώς κουβαλούσε τον έναν αναίσθητο πια φρουρό. «Βοήθα με τώρα να τους γδύσω!» ο Ντέιβ είχε ήδη ξεκινήσει να λύνει την πανοπλία του ενός και ο Φρίντριχ έκλεισε την πόρτα, βεβαιώνοντας πως δεν ερχόταν κανείς άλλος. Έπειτα, έτρεξε στο πλευρό του συντρόφου του. Η ελευθερία φάνταζε πιο αληθινή από ποτέ.

Δημοπρασία ΚλεφτώνWhere stories live. Discover now