Επίλογος

61 5 22
                                    

Ο Νίκος, αφού τακτοποίησε τα πράγματα του στην καμπίνα του κι έδωσε μερικές οδηγίες στο πλήρωμα του, πήγε πίσω στην πρύμνη και κοίταξε κάτω, στο λιμάνι. Η Κάτια ήταν ακόμα εκεί, αμίλητη κι αγέλαστη. Τα μάτια της είχαν στεγνώσει από δάκρυα.

Ο Νίκος είχε ανακοινώσει και επισήμως την απόφαση του ότι θα διέσχιζε τον Μέγα Ανατολικό Ωκεανό στο τέλος της τελετής στέψης της Ανθής. Κάποιοι λυπήθηκαν που το άκουσαν αυτό, κάποιοι παρέμειναν αδιάφοροι. Κάποιοι άλλοι τον θεώρησαν ήρωα που τολμούσε κάτι τέτοιο.

Ήταν ο μόνος τρόπος να εξιλεωθεί, να παλέψει με τις αναμνήσεις του και το ποιος είναι τελικά, αλλά κυρίως θα έκανε καλό στην Κάτια να μην τον έβλεπε ποτέ ξανά. Άλλωστε εκείνη είχε τα παιδιά της, το πρώτο της εγγόνι και το δεύτερο που θα ερχόταν σε λίγους μήνες, είχε αδέλφια, ανίψια... Θα τον ξεχνούσε σίγουρα. Αυτός όμως δεν θα την ξεχνούσε. Θα τη σκεφτόταν συνέχεια, σε όλο του το ταξίδι μέχρι το τέλος του, όποιο κι αν ήταν αυτό.

Δίπλα του ήρθε και στάθηκε ο καπετάνιος του.

«Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε, Κυβερνήτη.» του είπε.

Κυβερνήτης... Αυτό ήταν τώρα πια. Είχε υπάρξει μαφιόζος, αρχηγός των μαφιόζων, μέχρι και βασιλιάς. Τώρα όμως τέλειωσαν όλα αυτά. Τώρα ήταν απλώς ο κυβερνήτης ενός πλοίου. Το πλοίο είχε την ονομασία Τέλος του Κόσμου. Συμβολικό, αφού εκεί πήγαινε. Αν όντως τελείωνε ο Κόσμος στον Μέγα Ανατολικό Ωκεανό και δεν υπήρχε πουθενά στεριά πέρα από αυτόν...

«Κυβερνήτη Νίκο;» τον διέκοψε από τις σκέψεις του ο καπετάνιος, που ακόμα περίμενε να δώσει το σήμα για να φύγουν.

«Μάλιστα, πλοίαρχε. Ας ξεκινήσουμε.» του είπε τελικά.

Ο καπετάνιος έφυγε και ύστερα τον άκουσε να δίνει εντολές στους δικούς του. Ο Νίκος έμεινε στην πρύμνη καθώς το καράβι ξεκινούσε, να κοιτάει τους δικούς του που τον αποχαιρετούσαν, ανάμεσα τους τη Μαρία στο αναπηρικό της καροτσάκι με τον Μάριο στο πλάι της, τους νιόπαντρους Σίμο και Ανθή, βασιλιάδες των Πειρατών πλέον, τον Αλέξανδρο με την Τόνια και την κόρη τους μα κυρίως, την Κάτια. Ο Περικλής την είχε αγκαλιάσει για να την παρηγορήσει. Και τότε η Κάτια έβγαλε το μαντίλι της, το κούνησε στον αέρα ως αποχαιρετισμό και έπειτα το άφησε να το πάρει ο άνεμος. Γιατί αυτό το μαντίλι ήταν της μητέρας της, το μόνο πράγμα που της τη θύμιζε. Και η Κάτια δεν ήθελε να τη θυμάται πια.

Σύντομα το Τέλος έστριψε και το Λιμάνι δεν φαινόταν πια. Θα έκαναν το γύρο του νησιού, πράγμα που θα τους έπαιρνε αρκετές ώρες, για να βρεθούν στον Μέγα Ανατολικό Ωκεανό. Οι ανατολικές ακτές των Πειρατών, μαζί με τα τείχη και το Κάστρο θα ήταν τα τελευταία σημάδια στεριάς που θα έβλεπαν.

Τα Πέντε Βασίλεια στο Νησί των Πειρατών (Βιβλίο 2)Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora