κεφαλαιο 26

7.8K 603 51
                                    

Κεφάλαιο 26

Το πρωί τους βρήκε ξαπλωμένους αγκαλιά στο κρεβάτι έπειτα από αρκετό καιρό. Η Άννα αναδεύτηκε στην αγκαλιά του και γύρισε να τον κοιτάξει. Εκείνος είχε τα μάτια του ανοιχτά και κολλημένα στο παράθυρο, απ'οπου ερχόταν ένα εκτυφλωτικό φως, κι απλά κοιτούσε απέξω. Το βλέμμα του ήταν προβληματισμένο σαν να κάτι να τον απασχολούσε και φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το σκηνικό άλλαξε γύρω της. Ο καιρός έγινε μουντός καθώς μαύρα τεράστια σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και ένας δυνατός αέρας άρχισε να λυσσομανάει απειλώντας να παρασύρει στο πέρασμα του καθετί που του στεκοταν εμπόδιο. Η έκφραση του Ορεστη τώρα έμοιαζε με μια μάσκα πόνου που αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και στάθηκε μπροστά στην τζαμαρία. «Που είσαι Άννα?» φώναξε με όλη του τη δύναμη και η γροθιά του έγινε ένα με το τζάμι. Αυτό όμως δε φάνηκε να τον ηρεμεί. Η Άννα προσπάθησε να τον ακουμπήσει για να του δείξει πως είναι εκεί, δίπλα του, όμως τα χέρια της πέρασαν μέσα από το σώμα του λες και ήταν φάντασμα. Προσπάθησε να του φωνάξει για να την ακούσει. Προσπάθησε να τον καθησυχάσει, να του πει ότι ποτέ δε θα φύγει από δίπλα του. Προσπάθησε στα αλήθεια... Φώναξε τόσο που νόμιζε πως τα πνευμονία της θα εκραγούν όμως εκείνος εξακολουθούσε να βασανίζεται και να ξεσπάει πάνω στα άψυχα αντικείμενα του σπιτιού του. Η Άννα είχε πέσει στα γόνατα και έκλαιγε με λυγμούς κρατώντας το κεφάλι της μέσα στα χέρια της. Ένιωθε την καρδιά της να ματώνει για χάρη του αγαπημένου της που φώναζε το όνομα της ξανά και ξανά. Ήταν πλέον πληγωμένος. Τα χέρια του γεμάτα αίματα και μελανιές, τα μάτια του γεμάτα δάκρυα οργής και πόνου. Τον είδε να περνάει τα χέρια του με μανία ξανά και ξανά μέσα από τα μαλλιά του προσπαθώντας να ηρεμήσει όμως τίποτα δε φαινόταν να γαληνεύει τη φουρτουνιασμένη του ψυχή. Τον έβλεπε να κατευθύνεται στο ράφι με τα ποτά. Ήξερε ότι ο ίδιος απέφευγε να πίνει όταν ήταν θυμωμένος. Δεν ήθελε να μοιάσει στον πατέρα του έλεγε... Δεν ήθελε να γίνει ένας αναίσθητος αλκοολικός. Δεν ήθελε να πνιγεί τα προβλήματα του εκεί. Κι όμως τώρα κατέφευγε εκεί και η Άννα προσπάθησε να τον φτάσει. Προσπάθησε να απομακρυνει το μπουκάλι από το χέρι του μα και πάλι οι προσπάθειες τις έπεσαν στο κενό. Δεν ήθελε να τον βλέπει να αυτοκαταστρέφεται έτσι. Τη σκότωνε όλο αυτό. ένιωθε την καρδιά της να ματώνει. Και μέσα τις ευχόταν να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης. Μέσα από τα αναφιλητά της ένας παρατεταμενος θόρυβος της τράβηξε την προσοχή. Ντιν Ντιν Ντιν! Το κουδούνι! Σκέφτηκε η Άννα και έτρεξε στην πόρτα, η οποία φάνηκε να ανοίγει μόνη της μόλις εκείνη πλησίασε. Κανείς δε βρισκόταν εκεί. Ο αέρας μαστίγωνε το πρόσωπο της και η βροχή την έκανε μούσκεμα.

Έρωτας σαν φθινοπωρινή καταιγίδαWhere stories live. Discover now