Κεφάλαιο 4

84 7 24
                                    

Στην εικόνα ο Βάρβαρος Πρίγκιπας Σιάνος 

*****************************************

Μέρος Ά

Ο Βάρβαρος Πρίγκιπας

Μέσα στο τρομακτικό του παλάτι με τη βαριά διακόσμηση και τις γούνες ζώων απλωμένες κάτω σαν χαλιά, στην Αίθουσα του Θρόνου, ο τρανός Βασιλιάς Βάριος καθόταν στο θρόνο του που ήταν φτιαγμένος από τα κόκκαλα των βασιλιάδων που είχε σκοτώσει στις χώρες που είχε κατακτήσει. Έτρωγε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας, πίνοντας συγχρόνως κρασί από μια μεγάλη κούπα, το οποίο έτρεχε στη μακριά ξανθιά γενειάδα του κι έμοιαζε σαν αίμα. Κάτω, στα πόδια του θρόνου του και στα δικά του, ήταν δεμένοι με αλυσίδες πέντε σκλάβοι, τρεις άντρες και τρεις γυναίκες, επίσης από χώρες που είχε κατακτήσει.

Είχε επιστρέψει πριν από μερικές μέρες από την τελευταία του κατάκτηση, το Δεύτερο Βαρβαρονήσι, από μια επίσκεψη ρουτίνας στον τρίτο γιο του που κυβερνούσε εκεί. Οι κατάσκοποι του είχαν ελέγξει για ακόμα μια φορά το Λευκό Νησί και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν το ίδιο ηλίθιοι και ξεροκέφαλοι όπως ήταν πάντα. Ήλπιζαν πως θα τον σταματούσαν.

Στην αίθουσα μπήκε ο μικρότερος από τους τέσσερις γιους του, ο Σιάνος, που ήταν τώρα είκοσι πέντε ετών. Είχε προπονηθεί και προετοιμασθεί καταλλήλως για να γίνει ο Άρχοντας του Λευκού Νησιού όταν θα το κατακτούσαν.

Ήταν κι εκείνος ξανθός, με μακριά μαλλιά και μούσια κοντύτερα από του πατέρα του, και είχε την ίδια σκληρή έκφραση όπως κι ο ίδιος. Ναι, μετά από πολλά βασανιστήρια για να σκληραγωγηθεί, όπως έκαναν όλοι οι Βάρβαροι γονείς στα παιδιά τους, γεμίζοντας με ουλές τα σώματα τους που έμεναν για μια ζωή, μετά από πολλές στερήσεις τροφής και εγκλεισμού, και τέλος μετά από έντονη, εξαντλητική προπόνηση σε συνθήκες πραγματικής μάχης και αρκετούς τραυματισμούς, ο Βάρβαρος Πρίγκιπας Σιάνος ήταν έτοιμος.

«Με φώναξες, πατέρα;» του είπε.

«Ναι.» είπε εκείνος με βαριά φωνή και σηκώθηκε. Οι σκλάβοι στήθηκαν αμέσως έτσι ώστε να πατήσει πάνω στα σώματα τους λες και ήταν σκαλοπάτια, για να κατέβει από το θρόνο του.

Έφτασε μπροστά από τον γιο του και πέταξε το απομεινάρι από το μεγάλο κόκκαλο του αρνιού που έτρωγε, προς τα πίσω, στους σκλάβους, οι οποίοι άρχισαν να παλεύουν μεταξύ τους για να φάνε ότι είχε απομείνει από αυτό. Ο Βασιλιάς κι ο γιος του δεν έδωσαν σημασία.

Το Απέραντο ΛευκόWhere stories live. Discover now