ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΙΑ ΧΑΘΕΙ

13 0 0
                                    


   Ο ήλιος που έδυε είχε βάψει το δάσος σε αποχρώσεις του κόκκινου. Τα δέντρα ακόμα χαραγμένα από τους αρχαίους ρούνους ήταν τα μόνα που είχαν αφεθεί ελεύθερα να ζήσουν παρά τη σύνδεση τους με την Αρχέγονη Θρησκεία. Οτιδήποτε άλλο έφερε μαγείας σημάδι έπρεπε να καταστραφεί, να εξαλειφθεί.

Πόσο είχε προσπαθήσει να αποτρέψει αυτήν την καταστροφή...

Πόσο είχε προσπαθήσει να δώσει πνοή στα πνεύματα του δάσους και της γης, που απλόχερα μοίραζαν τη μαγεία...

Μάταια όμως... Μάταια αποδείχθηκαν όλα.

Διαλύθηκαν από ένα δειλό βασιλιά και έναν ξεμωραμένο μάγο, που περηφανευότανε για τη σοφία του.

Σ' αυτό το δάσος, που η δύναμη της γης ήταν πιο ισχυρή, κάποτε ζούσαν εκατοντάδες πλάσματα: δράκοι, ξωτικά, νάνοι, τρολ, νεράιδες, νύμφες, μονόκεροι. Και εδώ ακριβώς, σε αυτό το σημείο βρισκόταν το μεγαλύτερο χωριό δρυΐδων σε όλη την επικράτεια των πέντε βασιλείων. Ένας κόσμος που σαν από θαύμα σμιλεύτηκε μαζί.

Τώρα αυτός ο κόσμος χανόταν, όπως ο ήλιος στον ορίζοντα, χωρίς όμως ελπίδα να ανατείλει ξανά. Τα μαγικά πλάσματα ήταν υπό εξαφάνιση. Είχαν κυνηγηθεί, εκδιωχθεί και σιγά σιγά εξαφανισθεί, ήταν πλέον πλάσματα «σκοτεινής μαγείας». Και όσο για τους δρυΐδες και τους μάγους, όσοι δεν είχαν καεί στην πυρά, κρύβονταν διασκορπισμένοι στα πέντε βασίλεια. Άνθρωποι και ζώα που είχαν σχέση με τη μαγεία χωρίς εξαίρεση είχαν την ίδια αντιμετώπιση και κατάληξη.

Τα μακριά χλωμά δάχτυλα της άγγιξαν τον πιο κοντινό σε αυτήν κορμό. Δεν είχε γλυκάνει ο καιρός ακόμα από το κρύο του χειμώνα, όμως ο κορμός έκαιγε. Υπήρχε ακόμα ζωή μέσα, το ένιωθε.

«Κουίμνετ ταρτ λα.» ψιθύρισε και ο ρούνος στον φλοιό του δέντρου χρύσισε σαν φυτίλι που άναβε αργά αλλά σταθερά. Το δάσος άξαφνα γέμισε ζωή. Μπροστά στα μάτια της ξετυλίγονταν εικόνες σαν από ξεχασμένο βιβλίο. Παιδιά δρυΐδες έτρεχαν κι έπαιζαν με τις νύμφες των δέντρων. Το αυγό του βασιλιά δράκου έσπαγε για να εμφανισθεί ένα μπλε μικρό κεφαλάκι με ζωηρά μάτια. Ξωτικά έκοβαν τους καρπούς των δέντρων και μονόκεροι έτρεχαν ανέμελοι γύρω τους. Εικόνες από άλλη εποχή προβάλλονταν μέσα σε μία χρυσή ομίχλη. Εικόνες που είχαν ανεξίτηλα καταγραφεί στις μνήμες των ψυχών των δέντρων.

Η σκέψη της κολυμπούσε στο όνειρο του παρελθόντος, μέχρι να την ξυπνήσουν τα ελαφριά βήματα πίσω της. Βήματα ασύμμετρα και το τικ ενός μπαστουνιού, ή μήπως σωστότερα ραβδιού. Οι εικόνες του χαμένου κόσμου διαλύθηκαν σαν καπνός που ανεβαίνει στον ουρανό. Ήξερε ποιος της είχε ταράξει την ηρεμία. Ο ίδιος που είχε βοηθήσει στην καταστροφή αυτού του κόσμου. Η καρδιά της γέμισε με απέχθεια και μίσος.

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕWhere stories live. Discover now