2. Μια τεκίλα πριν τα μεσάνυχτα.

16 6 14
                                    

   Η φωνή του Ενρίκε Ιγκλέσιας έχει αρχίσει να κουράζει τα αυτιά όχι μόνο της νεαρής στο μπαρ, μα και των υπολοίπων εργαζόμενων

Ουπς! Αυτή η εικόνα δεν ακολουθεί τους κανόνες περιεχομένου. Για να συνεχίσεις με την δημοσίευση, παρακαλώ αφαίρεσε την ή ανέβασε διαφορετική εικόνα.





   Η φωνή του Ενρίκε Ιγκλέσιας έχει αρχίσει να κουράζει τα αυτιά όχι μόνο της νεαρής στο μπαρ, μα και των υπολοίπων εργαζόμενων. Η ίδια πλέιλιστ παίζει κάθε βράδυ, με την ίδια σειρά. Κι αντε, κάπως χάνεται ο ήχος στη κουζίνα, λίγο το γκαζάκι, λίγο τα πιάτα, τα πλυντήρια, οι εξαερισμοί. Στο μπροστά μέρος του μαγαζιού, απλά κάνεις υπομονή μέχρι το κλείσιμο.
  Το οποίο όπως φαίνεται, δεν θα αργήσει απόψε. Δύο παρέες όλες κι όλες, κι ο βενζινάς από απέναντι που ήρθε να πιει τη συνηθισμένη μπυρίτσα του στην αλλαγή βάρδιας.
Η Βαλ Έρη του τη σερβίρει απρόθυμα, έπειτα κάθεται στο ψηλό σκαμπό της πίσω από το ταμείο και ξετρυπώνει μέσα από την σαλοπέτα της τα αξία απορίας ευρήματα από το μεσημέρι.

  Πρώτα ανοίγει με μανία τον φάκελο, ο οποίος φαίνεται ήδη ανοιγμένος μια φορά κι έπειτα κολλημένος ξανά. Ξεδιπλώνει το κιτρινισμένο χαρτί προφανώς από κάποιο τετράδιο και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Πάνω που αρχίζει να διαβάζει, το κουδουνάκι στην είσοδο που σηματοδοτεί την είσοδο πελάτη την φρενάρει. Στριφογυρίζει τα μάτια και ρίχνει μια ματιά προς τα εκεί. 
  Μέσα στον χώρο μπαίνει ένας νεαρός με μπεζ πουκάμισο κουμπωμένο ως τον λαιμό, κάτι ακραίο για την ζέστη του Αυγούστου, μαύρα γυαλιά πιο μεγάλα από το λεπτό πρόσωπο του και μαλλί ανακατωμένο από τον αέρα. Περπατά σκυθρωπά μέχρι το μπαρ, σχεδόν πετά πάνω σε αυτό μια τσάντα φάκελο και κάθεται σε ένα από τα ψηλά σκαμπό σαν τσουβάλι.

  Η Βαλ Έρη μορφάζει, παρ'όλα αυτά τσουλά το κάθισμα της ως το μέρος του καθώς έχει ροδάκια, και με ένα ψεύτικο χαμόγελο τον ρωτά τι θα πάρει.

  Ο νεαρός αναστενάζει.
《Μια τεκίλα, όποια θες.》απαντά και στηρίζει το κεφάλι του μέσα στην παλάμη του.

《Ουυ τα κέφια σου έχεις...》ψελλίζει εκείνη όσο ετοιμάζει το ποτό του. Στο τέλος σπρώχνει το κοντό ποτήρι πάνω στην λεία επιφάνεια κι αυτό σταματά ακριβώς μπροστά του.
  Την παίρνει αμέσως και πίνει μια μικρή γουλιά, ίσα να βρέξει τον ουρανίσκο του, στη συνέχεια βγάζει έναν ήχο ευχαρίστησης που φθάνει τόσο στενάχωρος στα αυτιά της.

Αλμύρα, τσίλι & μια δόση περιπέτεια. Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα