Ειρήνη

14 6 1
                                    

    Η διαδρομή από το ισόγειο, ως τον έκτο όροφο του κτηρίου, της φάνηκε ατέλειωτη. Ήταν λες και ο ανελκυστήρας πήγαινε με ρυθμούς χελώνας για να παρατείνει την αγωνία της. Μία ηλικιωμένη στεκόταν δίπλα της, με δυσκολία, υποβασταζόμενη από την κόρη της που δεν έδειχνε χαρούμενη για το γεγονός πως έπρεπε να τη συνοδέψει σε κάποιον γιατρό, εκείνο το πρωινό.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν την τρομοκρατούσε η ιδέα πως θα λάμβανε άσχημα νέα, ή απλά την κρατούσε μακριά από κάτι που ήθελε να κάνει και δεν μπορούσε, εξαιτίας της. Λυπήθηκε τη γυναίκα γιατί κοιτούσε την νεαρή απολογητικά, αλλά εκείνη, την αγνοούσε επιδεικτικά. Κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά γιατί δεν θα έπρεπε κανένα παιδί να εκνευρίζεται για τη βοήθεια που δίνει στον γονέα του, όσο κουραστικό κι αν είναι. Δεν θα έπρεπε να το βλέπουν ως αγγαρεία. Κι όμως, οι περισσότεροι έτσι το αντιμετώπιζαν· ακόμα κι η ίδια όταν έπρεπε να φροντίσει την άρρωστη μητέρα της, κάπως έτσι αντιδρούσε, ώσπου την έχασε και κατάλαβε πως δεν θα ζούσε ξανά μαζί της κάποιες στιγμές που είχαν αποκτήσει ανεκτίμητη αξία.

Απέστρεψε το βλέμμα της από τις γυναίκες. Ήταν έτοιμη να βάλει τις φωνές στην κόρη της επειδή της φερόταν τόσο άσχημα. Για κακή της τύχη βγήκαν μαζί της, στον ίδιο όροφο, και κάθισαν στο σαλόνι του γιατρού που επισκεπτόταν και η ίδια. Τα μάτια της γυναίκας ήταν βουρκωμένα και η κόρη της την κοίταξε με σκληρό ύφος αναγκάζοντάς την να τα σκουπίσει.

«Δεν σου είπα να μην κλαις; Μου υποσχέθηκες», της είπε μέσα από τα δόντια της και με μία απότομη κίνηση, σηκώθηκε όρθια για να βγει στο μπαλκόνι της αίθουσας αναμονής. Η Ειρήνη χαμογέλασε αχνά στη γυναίκα που πλέον έκλαιγε βουβά. Μετακινήθηκε κοντά της και της έδωσε ένα πακέτο χαρτομάντιλα που είχε πάντα στην τσάντα της.

«Ηρεμήστε, όλα θα πάνε καλά», είπε καλοσυνάτα ευχόμενη να μπορούσε να απαλύνει τον πόνο της.

«Είναι το παιδί μου. Δεν θα έπρεπε να είναι εκείνη άρρωστη», κατάφερε να πει η γυναίκα και η καρδιά της βούλιαξε στη θλίψη. Θύμωσε με τον εαυτό της που έβγαλε γρήγορα συμπεράσματα για τη γυναίκα.

«Αυτή μου έχει απομείνει. Αν πάθει κάτι, τι θα κάνω;» συνέχισε εκείνη χαμηλόφωνα ώστε να μην την ακούσει το παιδί της.

Γι' αυτό αντιδρούσε έτσι. Δεν την ενοχλούσε που έπρεπε να φροντίσει τη μητέρα της, αλλά για το γεγονός πως μπορεί να την άφηνε μόνη στον κόσμο. Της ήρθε να βάλει κι εκείνη τα κλάματα αλλά αντ' αυτού, καθάρισε το λαιμό της δυνατά και χαμογέλασε στη γυναίκα διάπλατα, ξαφνιάζοντάς την.

Μπλέξαν οι ζωές μαςWhere stories live. Discover now