Η αιματοβαμμένη Τριπολιτσα

32 8 2
                                    

Η σημερινή μέρα επρόκειτο να γραφτεί στην ιστορία. Τα ξημερώματα της 23ης Σεπτεμβρίου του 1821 επαναστατημένοι Έλληνες περίμεναν υπομονετικά την ώρα που οι πολιορκημένοι Τούρκοι θα λύγιζαν και θα παραδίνονταν, ελευθερώνοντας την πολύπαθη Τριπολιτσά.

Ο Θησέας καθόταν δίπλα σε ένα δέντρο απορροφημένος στις σκέψεις του. Αναρωτιόταν αυτό που και οι υπόλοιποι συμπολεμιστές του σκέφτονταν. Πότε θα έπεφτε η Τριπολιτσά. Καθώς το σκεφτόταν αυτό, στο μυαλό του ήρθε η οικογένειά του, ο πατέρας του, η μητέρα του και η μικρή του αδερφή. Σαν χθες θυμόταν τις μέρες που γυρνούσε κουρασμένος από το χωράφι παρέα με τον πατέρα του, αλλά πάντα στο σπίτι τον περίμεναν το φτωχό, αλλά φτιαγμένο με αγάπη, φαγητό από την αγαπημένη του μητέρα και η γλυκιά φωνούλα της 7χρονης αδερφής του, που του τραγουδούσε για να τον ξεκουράσει.

Όλα αυτά όμως χάθηκαν, όταν ένα βράδυ Τούρκοι μπήκαν στο χωριό του. Επιτέθηκαν στους κατοίκους, έκαψαν σπίτια, σκότωσαν άντρες, άρπαξαν γυναίκες και κορίτσια για τα χαρέμια. Το κακό φυσικά, έμελλε να χτυπήσει και τη δική του οικογένεια. Δύο σφαίρες βρήκαν στην καρδιά τον πατέρα του, που έπεσε νεκρός στο έδαφος. Η μητέρα του έτρεξε κατευθείαν κοντά του, όμως ένας Τούρκος την έπιασε από τα μαλλιά και τη σκότωσε με το κοφτερό του ξίφος. Ο Θησέας προσπάθησε να τη σώσει, άλλα ένα βόλι τον βρήκε στην κοιλιά, ρίχνοντάς τον αιμόφυρτο στο χώμα. Η μοίρα του όμως δεν ήταν να πεθάνει. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε και είδε πριν λιποθυμήσει από τον πόνο ήταν η αδερφούλα του που έκλαιγε με λυγμούς, καθώς οι Τούρκοι την έσερναν μαζί με άλλες γυναίκες και κορίτσια για τα χαρέμια. Από τότε, δεν την ξαναείδε.

Το επόμενο πρωί, τον βρήκε ο καπετάν Κωνσταντής. Τον κράτησε κοντά του μέχρι να γιάνει και μετά, αφού άκουσε την ιστορία του, του πρόσφερε μία θέση στον ταϊφά* του. Ο Θησέας δέχτηκε και ορκίστηκε ότι δεν θα σταματούσε μέχρι η Ελλάδα να αποκτούσε την ελευθερία της.

Ξαφνικά, φωνές ακούστηκαν βγάζοντας τον από τις σκέψεις του. Ο νεαρός άντρας πετάχτηκε πάνω και αρπάζοντας τα άρματά του έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Ανεβαίνοντας τον λόφο που έβλεπε την πόλη , έμεινε έκπληκτος. Οι πύλες άνοιγαν, ενώ ψηλά στα τείχη ανέμιζε η ελληνική Σημαία. Δίπλα του, είδε τους συναγωνιστές του να τρέχουν αρματωμένοι προς την πόλη. Μαζί τους ήταν και ο καπετάν Κωνσταντής, ο οποίος βλέποντάς τον ακίνητο του φώναξε:

«Άιντε μωρέ Θησέα , τι κάθεσαι; Οι πύλες ανοίξανε! Η πόλη είναι δική μας!»

Χωρίς άλλη σκέψη ο Θησέας ακολούθησε τον καπετάνιο του προς την πόλη.

Η αιματοβαμμένη ΤριπολιτσάWhere stories live. Discover now