Κεφάλαιο 5⁰

46 5 4
                                    

Οι τρεις φίλοι, ο Αρτέμης, ο Γιάννης και ο Πέτρος παρακολούθησαν τον Στέλιο να τραβολογάει τη Λουΐζα κακήν κακώς εκτός του στρατοπέδου γελώντας και κάνοντας αστεία.

Ο Μάρκος, όμως, ο οποίος βρισκόταν κι εκείνος παρών, δεν διατήρησε την ίδια εύθυμη στάση. Τώρα που η Λουΐζα είχε επιλέξει τον Στέλιο, η καρδιά του δεν άντεχε να την βλέπει να απομακρύνεται με έναν άλλον άντρα. Έτσι, αποχώρησε δίχως να ανταλλάξει κουβέντα με κανέναν.

Ωστόσο, οι τρεις εναπομείναντες φίλοι δεν φάνηκαν να παρατηρούν την απουσία του, καθώς οι δύο εκ των τριών λογομαχούσαν και ο τρίτος εκτελούσε καθήκοντα διαιτητή.

"Το ήξερα ότι δε θα άντεχε." Ο Πέτρος άπλωσε το χέρι του στον Αρτέμη. "Πού είναι τα χρήματά μου;"

"Λυπάμαι, φίλε μου. Αλλά μάλλον παρανόησες." Απάντησε ο Αρτέμης.

"Παρανόησα; Τι είναι αυτές οι ανοησίες που αραδιάζεις, Ράλλη; Απαιτώ τα χρήματά μου." Η εύθυμη διάθεση του Πέτρου εξαφανίστηκε μόλις σε μερικά δευτερόλεπτα.

"Φίλε μου, έχασες το στοίχημα." Συνέχισε ο Αρτέμης.

"Φυσικά και δεν το έχασα. Το στοίχημα προέβλεπε ότι μόλις ο Ιωαννίδης έβλεπε τη Λουΐζα θα νευρίαζε και θα την εξαφάνιζε από προσώπου γης."

"Αυτό υποστήριξες εσύ, φίλτατε. Εγώ υποστήριξα ότι πρώτα θα την υποδεχόταν κι έπειτα θα την εξαφάνιζε. Άρα, τα χρήματα ανήκουν δικαιωματικά σε μένα." Χαμογέλασε ικανοποιημένος ο Αρτέμης.

"Αρνούμαι." Δήλωσε ο Πέτρος και αποχώρησε από τον προαύλιο χώρο.

Ο Αρτέμης έτρεξε πίσω του ακολουθούμενος από τον Γιάννη.

"Γιάννη, είσαι μάρτυρας της δειλίας και της τσιγκουνιάς του Χατζηχρήστου." Είπε ο Αρτέμης προκαλώντας το γέλιο του Γιάννη. "Αν δεν με πληρώσεις τώρα, θα σου βάλω τόκο!"

"Είναι καλή η ευκαιρία να του δώσεις τα χρήματα πριν σου βάλει τόκο." Δήλωσε ο Γιάννης ανάμεσα στα γέλια του.

"Κι εσύ, Βρούτε;" Ξαφνικά, σταμάτησε και στράφηκε προς τον Αρτέμη και τον Γιάννη, οι οποίοι ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια με την έκφραση προδοσίας και απόγνωσης του Πέτρου.

~...~

Ο Στέλιος οδήγησε τη Λουΐζα φουριόζος στο ξενοδοχείο, όπου του είχε υποδείξει. Μόνο αφότου τον οδήγησε στο δωμάτιό της και αφότου έκλεισε την πόρτα, ο Στέλιος άνοιξε το στόμα του.

Κάποτε το 1919: Στην Σμύρνη (Κάποτε στο Ναύπλιο, Βιβλίο 2)Where stories live. Discover now