ΘΡΗΝΟΣ

88 9 10
                                    

Κάθε μέρα της ζωής μου θρηνώ. Θρηνώ για την κοπέλα μου. Θρηνώ για τον έρωτα της ζωής μου. Θρηνώ για το σημαντικότερο άτομο της ζωής μου. Θρηνώ για την αδερφή ψυχή μου. Θρηνώ για την Μαριάνθη μου.

Σήμερα κλείνει ένας μήνας από τον θάνατο της. Ένα μήνα χωρίς αυτή. Ο πιο δύσκολος μήνας της ζωής μου. Δεν ξέρω και εγώ πως κατάφερα να μείνω ζωντανός μετά από αυτό. Δεν ξέρω πως κατάφερα να ζήσω έναν ολόκληρο μήνα χωρίς αυτήν. Είχα μείνει αρκετό καιρό μακριά της αλλά πάντα ήξερα ότι όταν επιστρέφω θα την βρίσκω εδώ να με περιμένει. Τώρα ξέρω ότι δεν με περιμένει. Ξέρω ότι δεν θα την ξανά δω ποτέ. Τα πράσινα μου μάτια δεν θα ξανά αντικρίσουν τα καστανά δικά της. Δεν θα ξανά έχω την ευκαιρία να φιλήσω τα χείλη της. Δεν θα μπορέσω να την αγγίξω ποτέ ξανά. Δεν θα νιώσω ποτέ το άγγιγμα της. Την έχασα.

Ακόμα θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Την ημέρα που την έχασα. Την ημέρα που την είδα να πεθαίνει. Πέθανε στην αγκαλιά μου. Άκουσα την καρδιά της να σταματάει. Να σταματάει μία για πάντα. Αν δεν την φώναζα για να δει ότι ήρθα, δεν θα είχε γυρίσει ποτέ να με κοιτάξει. Δεν θα είχε σταματήσει ποτέ μέσα στην μέση του δρόμου. Θα κοιτούσε μόνο μπροστά και θα είχε περάσει απέναντι. Θα ήταν ασφαλής. Θα ήταν ζωντανή. Εγώ φταίω για ότι της συνέβη. Δεν θα σταματήσω ποτέ να κατηγορώ τον εαυτό μου για τον θάνατο της. Αν δεν είχα εμφανιστεί εκείνη την ημέρα, δεν θα της είχε συμβεί τίποτα. Εγώ φταίω για όλα. Είναι δικό μου λάθος ο θάνατος της.
Όταν την είχα στην αγκαλιά μου, ετοιμοθάνατη, πέθαινα και εγώ μέσα μου. Πέθαινα σιγά-σιγά μέσα μου. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο προσπαθούσαν να με απομακρύνουν από εκείνη. Ήθελαν να την πάρουν από εμένα. Δεν τους άφηνα όμως. Την κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου ώστε να μην μπορέσουν να μου την πάρουν. Ούρλιαζα από τον πόνο. Στο τέλος όμως μου την πήραν. Οι αστυνομικοί με τράβηξαν μακριά της. Μετά από λίγα λεπτά τοποθέτησαν την Μαριάνθη μέσα σε μια μαύρη σακούλα και αμέσως μετά πάνω στο φορείο. Ενώ με κρατούσαν σε μια απόσταση από αυτήν, κατάφερα να τους ξεφύγω και έτρεξα προς το μέρος της. Ενώ είχαν κλείσει την σακούλα, την άνοιξα. Πέρασα τα χέρια μου στο πρόσωπο της και την χάιδευα. Φώναζα να μην με αφήσει. Φώναζα για να ξυπνήσει, ούρλιαζα. Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο νεκρό της σώμα και έκλαιγα. Οι αστυνόμοι όμως πάλι με απομάκρυναν. Έβαλαν την Μαριάνθη μέσα στο ασθενοφόρο και έφυγαν. Άρχισα να τρέχω από πίσω του και φώναζα να σταματήσουν. Φώναζα ότι δεν είναι νεκρή. Ότι όλοι κάναμε λάθος. Ότι είναι ακόμα ζωντανή. Δεν άντεξα άλλο. Έπεσα στα γόνατα μου και συνέχισα να ουρλιάζω. Κοίταξα τα χέρια μου και είδα ότι ήταν γεμάτα αίματα. Είχα πάνω μου το αίμα της. Το αίμα της κοπέλας που αγάπησα όπως κανέναν άλλο.

Οι αστυνομικοί ήθελαν να πάω στο τμήμα για ανάκριση αλλά κατάφερα να ξεφύγω. Πήγα αμέσως σπίτι. Η μητέρα μου ακόμα δεν με είχε δει. Περίμενε με ανυπομονησία να γυρίσω κοντά της, στο σπίτι μας. Μόλις άκουσε την πόρτα να ανοίγει έτρεξε στον διάδρομο για να αντικρίσει τον μοναχογιό της μετά από μέρες. Αυτό που αντίκρισε ήταν ένα ερείπιο, έναν έφηβο με πρησμένα ματιά, δάκρυα σε όλο του το πρόσωπο και αίματα στα χέρια και τα ρούχα του. Αμέσως με ρώτησε τι συνέβη; Τι έπαθα και ποιανού αίματα είναι αυτά.

Την κοίταξα στα μάτια και της είπα γεμάτος πόνος «Την έχασα, έχασα την Μαριάνθη μου, μαμά». Αμέσως κατάλαβε τι συμβαίνει.
Είδα στα μάτια της τον πόνο. Είχε την Μαριάνθη σαν κόρη της, όταν κατάλαβε τι είχε γίνει, δεν μπορούσε παρά να στεναχωρηθεί, να πονέσει και αυτή. Πόνεσε όμως και για εμένα. Πόνεσε που με είδε έτσι. Πόνεσε που έχασα τον αγαπημένο μου άνθρωπο.
Ήρθε προς το μέρος μου και άνοιξε τα χέρια της για να με αγκαλιάσει. Εγώ αντιθέτως έκανα πίσω. Δεν ήθελα την αγκαλιά κανενός. Η μόνη αγκαλιά που ήθελα ήταν της Μαριάνθης.
Η μάνα μου το σεβάστηκε. Επέμενε όμως να πάω να κάνω ένα μπάνιο και να βγάλω όλα αυτά τα αίματα από πάνω μου. Προτού κάνω όμως το οτιδήποτε, χτύπησε η πόρτα. Ήταν κάτι αστυνομικοί. Επέμεναν ότι πρέπει να πάμε τώρα αμέσως στο αστυνομικό τμήμα. Έπλυνα γρήγορα τα χέρια μου, προσπαθώντας να ξεβγάλω το αίμα από πάνω τους. Ένιωθα σαν να ξέβγαζα τη Μαριάνθη από πάνω μου. Τα ρούχα μου όμως δεν τα άλλαξα, έμεινα να φοράω αυτά τα ρούχα που ήταν ποτισμένα με το αίμα της.

Μόλις πήγα στο αστυνομικό τμήμα μπήκα στο ίδιο γραφείο που είχα μπει και την προηγούμενη φορά. Ήταν ο ίδιος αστυνομικός που μου είχε πάρει κατάθεση. Μόλις με είδε με αναγνώρισε. Πάγωσε με την εικόνα μου. Του εξήγησα τα πάντα. Του εξήγησα ότι είχε συμβεί με κάθε λεπτομέρεια. Όση ώρα τα σκεφτόμουν όλα αυτά με ένιωθα να πεθαίνω. Ήξερα ότι είχα πεθάνει μέσα μου. Η ψυχή μου πέθανε μαζί με την Μαριάνθη.

Αφότου βγήκα από το γραφείο με την μητέρα μου, αντίκρισα τους γονείς της Μαριάνθης με τον αδερφός της. Δεν ήμουν έτοιμος να τους αντιμετωπίσω. Η μητέρα της δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Ο αδερφός της προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο ενώ ο πατέρας της φαινόταν κυρίως θυμωμένος. Μόλις με είδαν, η μητέρα της άρχισε να κλαίει ακόμα περισσότερο. Ο πατέρας της αντιθέτως έτρεξε προς το μέρος μου, με έπιασε από την μπλούζα και με κόλλησε στον τοίχο. Φώναζε για το τι συνέβη. Ήθελε να μάθει πως βρέθηκε η κόρη του νεκρή στην αγκαλιά μου. Μου φώναζε αν έφταιγα εγώ για αυτό.

Η μητέρα μου του φώναζε να με αφήσει, ότι είμαι τρομαγμένος αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε. Τον σταμάτησαν όμως δύο αστυνομικοί. Όταν τον τράβηξαν μακριά μου, κοίταξε τα χέρια του. Είχαν λερωθεί από το αίμα της μπλούζας μου. Είχε τώρα και αυτός το αίμα της Μαριάνθης. Κοίταξε τα χέρια του και αμέσως μετά εμένα. Προτού μιλήσει, ο αστυνομικός τους ζήτησε να περάσουν μέσα. Προτού βγούνε έξω, έφυγα με την μητέρα μου.
Όλο το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Ούτε και η μητέρα μου. Είχα κλειστεί στο δωμάτιο μου και τα σκεφτόμουν όλα ξανά και ξανά. Δεν έκλαιγα, πονούσα όμως. Πονούσα βουβά. Προσπαθούσα να σκεφτώ πως θα ζήσω μετά από αυτό. Πως θα μπορούσα να ζήσω μετά το χαμό της Μαριάνθης μου. Δεν θα ζούσα.
Το επόμενο μεσημέρι έγινε η κηδεία. Φόρεσα ένα μαύρο κοστούμι και πήγα στην εκκλησία με την μητέρα μου. Οι γονείς της με κοιτούσαν κάπως περίεργα αλλά δεν μου έδωσαν σημασία. Δίπλα στο φέρετρο ήταν οι γονείς της, ο αδερφός της και η θεία της νομίζω. Μου είχε μιλήσει για αυτή παλιά. Η Κατερίνα βρισκόταν πιο πίσω με τον Άρη και τον Αχιλλέα. Έκλαιγε σε όλη τη διάρκεια της κηδείας. Κάποια στιγμή με κοίταξε. Την κοίταξα και εγώ για λίγα δευτερόλεπτα.

Όταν έφτασε η στιγμή να συλλυπηθούμε στην οικογένεια της, δεν ήξερα αν έπρεπε να πάω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβόμουν μήπως προκαλέσω κάποια ταραχή. Τελικά όμως το έκανα. Όταν έφτασε η σειρά μου κοίταξα πρώτα το φέρετρο. Μέσα του υπήρχε η κοπέλα μου. Η κοπέλα που αγαπούσα. Όσα μου έδιναν ζωή ήταν μέσα σε εκείνο το φέρετρο. Μαζί της ήταν και η ψυχή μου. Η καρδιά μου. Την κοίταξα καλά-καλά για μια τελευταία φορά. Την χάιδεψα για μια τελευταία φορά στο μάγουλο της. Την άγγιξα για τελευταία φορά. Η μητέρα της με κοιτούσε όλη τη διάρκεια. Ήταν κάπως συγκινημένη με το θέαμα. Έσκυψα στο νεκρό σώμα της και ψιθύρισα κάτι. «Έχεις την ψυχή μου και την καρδιά μου μαζί σου, αγάπη μου. Με έχεις μαζί σου», είπα και της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. Ένιωσα ένα άγγιγμα στον ώμο μου. Γύρισα να κοιτάξω και ήταν η Κατερίνα. Δεν μπορώ να φανταστώ τι περνάει.

Κοίταξα την Μαριάνθη για μια τελευταία φορά, αυτή τη φορά ήταν τουλάχιστον γαλήνια. Προχώρησα μπροστά να συλλυπηθώ τους γονείς της. Ο πατέρας της φαινόταν τελείως άκαρδος μαζί μου. Η μητέρα της όμως όχι. Μου έσφιξε το χέρι και μου είπε ότι λυπάται που το περνάω όλο αυτό. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο πατέρας της μάλλον με θεωρεί υπεύθυνο. Δεν έχει και άδικο.

Αργότερα, όταν έφτασε η ώρα της ταφής τα πράγματα ήταν χειρότερα. Η μητέρα της έπεσε κάτω την ώρα που έθαβαν την Μαριάνθη. Φώναζε να σταματήσουν. Ότι δεν μπορούν να το κάνουν αυτό στο κοριτσάκι της. Ο άντρας της την μάζεψε από κάτω και την κρατούσε στην αγκαλιά του. Έχασαν το παιδί τους. Έχασαν το παιδί τους εξαιτίας μου.

Αμέσως μετά έφυγαν όλοι για το τραπέζι. Εγώ δεν πήγα. Έμεινα εκεί με την Μαριάνθη. Απλά στάθηκα όρθιος απέναντι από τον τάφο. Ήταν γεμάτος με στεφάνια. Στεφάνια από τους γονείς της, τους θείους της, την Κατερίνα και από διάφορους συγγενείς της. Υπήρχε βέβαια και ένα στεφάνι από μένα και την μητέρα μου. Απλά γράψαμε καλό παράδεισο, η μητέρα μου επέμενε μήπως ήθελα να γράψουμε κάποια αφιέρωση εκ μέρους μου αλλά δεν ήθελα.

Έμεινα πολύ ώρα εκεί. Κοιτούσα το νωπό χώμα που την είχε σκεπάσει πριν λίγο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η Μαριάνθη βρίσκεται εκεί μέσα. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Όση ώρα έμεινα εκεί δεν μίλησα. Απλά στεκόμουν εκεί. Κάποια στιγμή ήρθε η Κατερίνα. Με πλησίασε και προσπάθησε να μου δώσει μια αγκαλιά αλλά απομακρύνθηκα. Της ζήτησα συγνώμη και έφυγα. Δεν άντεχα να μείνω άλλο εκεί.
Τις επόμενες μέρες βγήκε ετυμηγορία. Υπεύθυνος αυτού του τραγικού δυστυχήματος ήταν ο οδηγός. Έτρεχε με παραπάνω ταχύτητα από την επιτρεπόμενη. Επιπλέον, η Μαριάνθη περνούσε τον δρόμο από την διάβαση και σαν ανήλικη ήταν φυσικό να κατηγορηθεί ο οδηγός. Φυσικά υπήρχαν οι μαρτυρίες που έλεγαν ότι η Μαριάνθη στεκόταν στην μέση του δρόμου αλλά και πάλι κατηγορήθηκε ο οδηγός. Ο οποίος δεν συνελήφθη. Απλά πλήρωσε ένα ποσό στην οικογένεια της. Ένα ποσό που νομίζουν ότι μπορεί να σβήσει τον πόνο των γονιών της. Οι μόνοι που ξέρουν πως ακριβώς έγινε το δυστύχημα, δηλαδή ότι εξαιτίας μου στάθηκε στην μέση του δρόμου, είναι η μητέρα μου, οι γονείς της και ο αδερφός της. Δεν το ξέρει κανένας άλλος.

Από την ημέρα της κηδείας, δεν ξανά βρέθηκα μαζί τους. Φυσικά ήμουν παρόν σε όσα τρισάγια της έκαναν αλλά πάντα τα παρακολουθούσα από μακριά. Δεν είχαν ιδέα ότι βρίσκομαι εκεί. Η μητέρα μου μίλησε με την μητέρα της και της εξομολογήθηκε ότι ο άντρας της με θεωρεί υπεύθυνο και ότι δεν θέλει ούτε να με βλέπει. Η ίδια βέβαια δεν με θεωρεί, θέλει και να μου μιλήσει αλλά εγώ το αρνήθηκα. Δεν ξέρω αλλά δεν θέλω να μιλήσω με την μητέρα της.

Τα μόνα άτομα που έχω μιλήσει μετά το θάνατο της είναι η Υρω, ο Αχιλλέας και ο Άρης. Αν και συνεχίζω να τους αποφεύγω. Τους είδα μόνο μια φορά και αυτό γιατί επέμεναν. Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν. Θέλω να είμαι μόνος μου.

Αρκετά όμως εξιστόρησα τον παρελθόν. Ώρα να κοιτάξω το παρόν. Σε μια ώρα περίπου θα γίνει το τρισάγιο για τον έναν μήνα από τότε που έφυγε η Μαριάνθη. Η μητέρα μου θέλει να πάει οπότε θα πάμε μαζί. Αυτό όμως σημαίνει ότι θα εμφανιστώ μπροστά σε όλους και δεν θα παραμείνω κρυμμένος πίσω από τα άλλα μνήματα. Φοβάμαι ότι η παρουσία μου θα προκαλέσει ταραχές αλλά θέλω να πάω.

Φόρεσα ένα μαύρο παντελόνι, μαζί με ένα μαύρο πουκάμισο. Τον τελευταίο καιρό φοράω κυρίως μαύρα. Δεν είναι μόνο λόγω του πένθους αλλά και από επιλογή μου. Φυσικά όμως κάποιες φορές φοράω κι άλλα χρώματα για να κάνω το χατίρι της μητέρας μου. Προτού πάμε σταματήσαμε σε ένα ανθοπωλείο για να πάρουμε κάτι λουλούδια. Πήρα ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα.

Μόλις φτάσαμε εκεί το τρισάγιο είχε ήδη ξεκινήσει. Βρίσκονταν εκεί οι γονείς της, ο αδερφός της, η Κατερίνα και κάτι άλλοι φίλοι της οικογένειας. Μόλις με είδε ο πατέρας της, κοκκίνησε από τον θυμό του. Ήταν έτοιμος να έρθει προς το μέρος μου αλλά κάτι του ψιθύρισε η γυναίκα του και έμεινε ακίνητος.

Πήγα και στάθηκα δίπλα από την Κατερίνα. Ήταν η μόνη φορά που ο Άρης δεν την είχε συνοδέψει. Ενώ στάθηκα δίπλα της, την έπιασα να με κοιτάει χαμογελώντας. Δεν μπορούσα να καταλάβω σε τι οφείλεται αυτό το χαμόγελο. Τότε ένιωσα τα δάχτυλα της να με ακουμπάνε. Μου είχε πιάσει το χέρι. Την κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω τι γίνεται, αυτή απλά μου χαμογελούσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη της έσφιξα το χέρι και συνέχισα να το κρατάω. Μάλλον αυτό χρειάζεται.

Μόλις έφυγε ο παππάς, προχώρησα στο μνήμα και άφησα τα λουλούδια. Κοίταξα την φωτογραφία της. Είναι πανέμορφη.

Ξαφνικά κάποιος με έσπρωξε. Γύρισα να κοιτάξω και είδα τον πατέρα της. Αμέσως πήρε τα λουλούδια που άφησα και μου τα πέταξε. «Φύγε αμέσως από εδώ πέρα. Δεν έχεις καμία θέση εδώ. Δεν θέλω τον δολοφόνο της κόρης μου εδώ!», φώναζε.
Η μητέρα μου τον πλησίασε και του είπε να ηρεμήσει και να μην τα βάζει μαζί μου. Αυτός όμως συνέχισε να φωνάζει. Ήθελε να φύγω. Δεν το ήθελα όμως.
«Φύγε σου λέω γαμωτο! Δεν σε θέλω εδώ πέρα!», φώναζε.
Η μητέρα της βρέθηκε μπροστά μου. «Σε παρακαλώ αγόρι μου φύγε. Λυπάμαι αλλά είναι για το καλό όλων μας, πρέπει να φύγεις», μου είπε και έγνεψα καταφατικά. Αυτή δεν μου φταίει σε τίποτα. Δεν είχα σκοπό να της χαλάσω το τρισάγιο.

Πήρα τα λουλούδια από κάτω και έφυγα. Η μητέρα μου με ακολούθησε αλλά δεν έφυγα μαζί της. Της είπα ότι ήθελα να περπατήσω. Το δέχτηκε αμέσως καθώς είναι η πρώτη φορά που θέλω να περπατήσω και να μην πάω σπίτι. Οι μόνες φορές που βγήκα αυτό τον έναν μήνα από το σπίτι είναι για να πάω στα μνήματα.

Ενώ προχωρούσα άκουσα μια φωνή. Κάποιος φώναζε το όνομα μου. Γύρισα και είδα την Κατερίνα να τρέχει προς το μέρος μου.

«Σε πρόλαβα», είπε βαριανασαίνοντας.
«Τρέχει κάτι;». Ο Άρης μου είπε ότι η Κατερίνα ήθελε να μου μιλήσει κάποια στιγμή, αλλά εγώ αρνήθηκα και αυτή τη συνάντηση.
«Θα ήθελα να μιλήσουμε».
«Δεν έχουμε να πούμε τίποτα. Δεν είμαστε καν φίλοι». Αυτή είναι η αλήθεια. Μιλούσαμε μόνο και μόνο λόγω της Μαριάνθης. Αλλά τώρα που δεν υπάρχει Μαριάνθη, δεν υπάρχει και λόγος για να μιλάμε.
«Είμαστε φίλοι. Έχουμε πολλά που μας ενώνουν, Άλεξ».
«Ότι μας ένωνε είναι νεκρό, Κατερίνα». Ακόμα πέφτουν δάκρυα από τα μάτια της. Ακόμα θρηνεί. Η τελευταία φορά που έκλαψα για τον θάνατο της Μαριάνθης, ήταν όταν πέθανε στα χέρια μου. Μετά δεν ξανά έκλαψα.
«Γιατί σε μισεί τόσο ο πατέρας της; Γιατί σε θεωρεί υπεύθυνο;», ίσως αν της έλεγα την αλήθεια να μην ήθελε καμία επαφή μαζί μου.
«Επειδή εγώ φταίω, Κατερίνα. Εγώ ήμουν αυτός που φώναξε την Μαριάνθη και την έκανα να σταματήσει μέσα στη μέση του δρόμου. Αν δεν ήμουν εκεί, θα είχε περάσει εκείνον τον δρόμο και τώρα θα ήταν ζωντανή. Εγώ φταίω για όλα». Η Κατερίνα άρχισε να κλαίει ακόμα πιο πολύ. Δεν είχε ιδέα τελικά. Ήταν καιρός να μάθει.
«Μπορείς να με μισείς και εσύ τώρα, Κατερίνα», της είπα και την άφησα πίσω μου. Έφυγα αμέσως από εκεί.

Ενώ περπατούσα έφτασα στο σημείο που την έχασα. Όσες φορές πήγα στα μνήματα, ήρθα και εδώ. Δεν ξέρω τι με κάνει να θέλω να έρχομαι εδώ. Αυτός ο δρόμος μου θυμίζει την ημέρα που την έχασα. Αλλά θέλω να έρχομαι εδώ. Η περίπτωση μου μου θυμίζει την Αντωνία. Θεωρούσα τόσο λάθος το γεγονός ότι πήγαινε στο μέρος που έχασε το αγόρι της. Κι όμως τώρα το κάνω και εγώ. Έχω την ανάγκη να έρχομαι στο μέρος που την έχασα. Έχω αυτή τη χαζή ανάγκη.
Πέρασα τον δρόμο και έκατσα στο παγκάκι που βρίσκεται κοντά στο πεζοδρόμιο. Έχει κάτι σαν ένα μικρό πάρκο εκεί. Έμεινα εκεί και κοιτούσα τον δρόμο. Αναμνήσεις άρχισαν να πετάγονται στο μυαλό μου. Θυμόμουν εκείνη την μέρα. Θυμάμαι το χαμόγελο μου να μετατρέπεται σε πόνο. Θυμάμαι την Μαριάνθη στην αγκαλιά μου. Θυμάμαι τα αίματα που βρίσκονταν παντού. Η τελευταία της λέξη ήταν σταμάτα. Μου είπε σταμάτα επειδή πονούσε όταν προσπαθούσα να σταματήσω την αιμορραγία. Την πονούσα στην προσπάθεια να την σώσω. Της είπα σε αγαπώ. Της είπα σε αγαπώ για πρώτη και τελευταία φορά. Μπόρεσε να το ακούσει μόνο μια φορά από τα χείλη μου. Μου είχε πει ότι όταν θελήσω να της πω σε αγαπώ, θα μου έβγαινε αυθόρμητα, χωρίς να το καταλάβω. Και έτσι έγινε. Δεν το σκέφτηκα καν όταν της το είπα. Δεν της το είπα γιατί ήξερα ότι την χάνω, της το είπα επειδή το ένιωθα. Ήξερα ότι την αγαπώ. Το είχα καταλάβει όσο καιρό ήμουν στο Ναύπλιο. Ένιωθα επιτέλους ότι είμαι έτοιμος να της το πω. Ήρθα εδώ με τον σκοπό να της το πω. Ήθελα να την κάνω ευτυχισμένη. Δεν είχα φανταστεί όμως ότι θα της το έλεγα σαν αντίο. Όταν της το είπα, χαμογέλασε. Κατάφερε να χαμογελάσει. Τουλάχιστον την έκανα χαρούμενη λίγο πριν πεθάνει.
Δεν άντεχα άλλο να μείνω εδώ. Σηκώθηκα από το παγκάκι, αφήνοντας εκεί τα λουλούδια. Πέρασα από τον ίδιο δρόμο που προσπάθησε εκείνη την ημέρα να περάσει η Μαριάνθη αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Πέρασα, αφήνοντας πίσω τις αναμνήσεις του δυστυχήματος. Προχώρησα μπροστά όμως χωρίς να αφήνω όλες τις άλλες αναμνήσεις πίσω μου. Πάντα θα κουβαλάω όλες αυτές τις αναμνήσεις. Πάντα στο μυαλό μου θα είναι η Μαριάνθη. Ποτέ δεν θα την αφήσω. Θα είναι πάντα ο μεγαλύτερος μου έρωτας και ο τελευταίος μου. Δεν θα ξανά ερωτευτώ ποτέ. Δεν θα μου το επιτρέψω.

«Μαμά! Γύρισα, είσαι εδώ;», φώναξα ενώ μπήκα στο σπίτι. Ήταν περίπου δύο το μεσημέρι.
«Εδώ είμαι, αγόρι μου», μου είπε ενώ εμφανίστηκε στον διάδρομο.
«Έχει κάτι να φάμε;», δεν ξέρω αλλά πεινούσα. Είναι από τις λίγες φορές που έχω όρεξη να φάω.
«Έχει μαγειρέψει η Άννα παστίτσιο», φαινόταν κάπως χαρούμενη με αυτή την αλλαγή μου. Συνήθως μου βάζει με το ζόρι να φάω.
«Θα στρώσεις να φάμε;»
«Θα φάμε στην κουζίνα; Μαζί;», με ρωτούσε περίεργα.
«Έτσι έλεγα. Πάω να αλλάξω ρούχα και έρχομαι να φάμε». Της είπα και ανέβηκα γρήγορα τις σκάλες. Αμέσως αυτή έτρεξε στην κουζίνα να ετοιμάσει το φαγητό. Φαινόταν χαρούμενη.

Έβγαλα αμέσως τα ρούχα μου και τα έβαλα στο καλάθι με τα άπλυτα. Φόρεσα μια κόκκινη βερμούδα, μαζί με ένα άσπρο μπλουζάκι και κατέβηκα κάτω.

Όση ώρα τρώγαμε δεν μιλήσαμε αρκετά. Απλά μου είπε ότι δεν χρειάζεται να στεναχωριέμαι για ότι έγινε με τον πατέρα της Μαριάνθης. Λέει ότι σε λίγο καιρό θα καταλάβει ότι δεν φταίω εγώ. Αυτό πιστεύει και η μάνα μου. Εγώ όμως ξέρω ότι εγώ φταίω για όλα. Το τελευταίο διάστημα δεν έχω πολλά ξεσπάσματα. Τις περισσότερες φορές είμαι απλά λυπημένος. Δεν νιώθω τίποτα άλλο παρά λύπη. Υπάρχουν όμως και οι στιγμές που έχω κάποια ξεσπάσματα. Δεν νευριάζω με άλλους αλλά με τον εαυτό μου. Νευριάζω μαζί μου γιατί με θεωρώ υπεύθυνο για τον θάνατο της Μαριάνθης. Νιώθω ότι εγώ την σκότωσα.

«Μίλησα με τον πατέρα σου σήμερα», μου είπε και νεύριασα λίγο. Νευριάζω και με αυτόν κάποιες φορές. Οι γονείς μου τέλη Ιουλίου πήραν διαζύγιο. Συναινετικό. Από τη στιγμή που έφυγε για την Αθήνα τον Ιούνιο δεν τον ξανά είδα. Ήθελε να πάω να μείνω ένα διάστημα μαζί του αλλά δεν πήγα. Το σεβάστηκε επειδή έγιναν όλα αυτά. Κατάλαβε ότι δεν ήταν το καλύτερο διάστημα για να τον επισκεφθώ.
«Και τι είπατε;»
«Θέλει να σε δει. Σκεφτόταν ίσως αυτές τις δέκα ημέρες προτού ξεκινήσεις το σχολείο να πας να μείνεις μαζί του». Δεν έχω καμία όρεξη να μείνω μαζί του. Καταλαβαίνω ότι δεν γίνεται να μην του ξανά μιλήσω αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να μείνω κάποιες μέρες μαζί του. Πλέον μένει και η Παρασκευαΐδου μαζί του. Έβαλε κάποιο μέσο και πήρε μετάθεση αυτή στην Αθήνα. Πάλι καλά. Δεν είχα όρεξη να την βλέπω κάθε μέρα.
«Δεν θέλω να πάω μαμά. Θέλω να μείνω εδώ».
«Το ξέρω αλλά είναι πατέρας σου. Πρέπει να βλέπεστε».
«Το ξέρω αλλά δεν θέλω τώρα. Ίσως κάποια άλλη στιγμή».
«Εντάξει, θα του μιλήσω και θα τον πείσω να πας κάποια άλλη στιγμή να τον δεις. Δεν θέλω να κάνεις κάτι που δεν θέλεις».
«Σε ευχαριστώ μαμά», της απάντησα και συνέχισα να τρώω.
Το απόγευμα το πέρασα ξανά στο δωμάτιο μου. Έμεινα μπροστά από το παράθυρο να κοιτάζω την θάλασσα. Η θάλασσα πλέον μου θυμίζει την Μαριάνθη. Όλα μου την θυμίζουν. Μετά από όλα αυτά που έγιναν προσπάθησα να σκεφτώ τη ζωή μου. Τι σημαντικό έχει γίνει σε αυτήν. Κατέληξα κάπου.

Είμαι ο Αλέξανδρος, είμαι δεκαέξι χρόνων και κατάφερα να γνωρίσω τον μεγάλο μου έρωτα. Όμως τον έχασα κιόλας. Κατάφερα να ερωτευτώ πραγματικά. Για πρώτη και τελευταία φορά. Αυτός είμαι. Αυτή είναι η ζωή μου.

After The Bitter End Where stories live. Discover now