Η πορεία προς τον Πύργο

298 20 5
                                    

**Η αρχική σκηνή του επεισοδίου 43 στην οποία βλέπουμε τον Αντρέι, τον Μάρκο και την Θεοφανώ να γυρίζουν στον πύργο εκτυλίσσεται κάπως αλλιώς.**

-------------------------------------------------

"Η Πορεία προς τον Πύργο"

Εκείνη την χαραυγή που είχαν βρει την Θεοφανώ λιπόθυμη με την καρδιά του διώκτη της στο χέρι της να μην χτυπά πια, ο Αντρέι είχε νιώσει τη δική του καρδιά να ξεριζώνεται από το στήθος του και να πάλλεται τόσο δυνατά λες και θα έσπαγε σε κομμάτια.

Μα αλίμονο! Μακάρι να μπορούσε να σπάσει, να γίνει θόλος και να τυλιχτεί γύρω από το κουρασμένο και γεμάτο πληγές σώμα της κοπέλας, που τώρα κείτονταν πάνω στο άλογο λες και ήταν ζώο, με τον Μάρκο διαρκώς φοβισμένο να περπατά δίπλα της.

Τα βογγητά της καθώς οι οπλές του αλόγου έβρισκαν σκληρή αντίσταση στο πετρώδες έδαφος του σπάραζαν τα σωθικά.

"Δεν νιώθω καλά, Μάρκο--" Πριν οι λιγοστές λέξεις πέσουν από τα σκισμένα χείλη της, ο Μάρκος έγνευσε προς τον Αντρέι.

Εκείνος δεν μίσεψε ούτε λεπτό, μονάχα έδωσε τα γκέμια από το δικό του άλογο στον Μάρκο και γρήγορα πέρασε τα χέρια του πάνω και γύρω από τη μέση της Θεοφανώς φέρνοντας την στο στήθος του, και αφήνοντας το κορμί της να κουλουριαστεί εκεί σαν μικρού παιδιού.

Με γοργές δρασκελιές την πήγε λίγο παραπέρα, αφήνοντας την ελεύθερη να πατήσει στο έδαφος, μόνο για να το ποτίσει με αίμα και οξύ από τα σπλάχνα της.

"Πιάσε το παγούρι μου!" Ήταν σαν διαταγή, και ο Μάρκος δεν έδειξε να νοιάζεται. Μα από την ταραχή του ούτε αυτό δεν μπορούσε να κάνει.

"Δεν φτάνω, Αντρέι. Το έχεις πλάι στη σέλα σου και δεν μπορώ να αφήσω τα άλογα."

Βουβά έπεσαν οι βρισιές από τα χείλη του, καθώς τα χέρια του κράτησαν την Θεοφανώ κοντά του.

"Πάω να σου φέρω μια στάλα νερό." Ο τόνος του, περίσσια απαλός συναγωνίζονταν το άγγιγμά του καθώς έφερε τούφες από τα μαλλιά της πίσω από τα αυτιά της ώστε να μην λερωθούν πιότερο.

Ένα τρεμάμενο χέρι γαντζώθηκε στο μπλε πανωφόρι του και τρομαγμένα μάτια τον παρακαλούσαν μέσα από τις σκιές της αμφιβολίας να μην φύγει μακριά.

"Έρχομαι. Μια στιγμή μονάχα και έρχομαι Θεοφανώ. Εδώ θα είμαι. Κοιτά με, εδώ θα μπορείς να με βλέπεις." Πριν κάνει οτιδήποτε άφησε το ελεύθερο χέρι του να δείξει την πολύ μικρή απόσταση που θα έπρεπε να διανύσει μέχρι να φτάσει το άλογο και υπομονετικά καρτέρησε μέχρι η κοπέλα να γνεύσει καταφατικά ελευθερώνοντας τον δειλά από το κράτημά της.

Η πορεία προς Τον Πύργο Where stories live. Discover now