Από Ρωσία, με αγάπη;

180 16 0
                                    

Είχε πλέον νυχτώσει και ο ουρανός είχε σκεπαστεί από ένα πέπλο μαύρο που είχε πάνω του κεντημένο λαμπερά αστέρια.

Όπως εκείνα φώτιζαν μαζί με το φεγγάρι το δρόμο για όσους κυκλοφορούσαν μες στη νύχτα, έτσι και το κερί στο δωμάτιο της Θεοφανώς φώτιζε το καλάθι με τις κορδέλες.

Το πρόσωπο της ήταν και αυτό φωτισμένο, αυτό όμως δεν χρειαζόταν της φωτιά του κεριού.

Είχε ήδη φωτιστεί από την συνάντηση της με τον Λάσκαρη, και ας μην ήθελε η ίδια να το παραδεχτεί.

Από το μεσημέρι δεν είχε σταματήσει να χαμογελά ασυνείδητα σαν κοριτσόπουλο.

Η φίλη της η Κερασίνα την είχε πεθάνει στο σκούντηγμα , γιατί αλλιώς ο Σπήλιος θα την είχε τσουρομαδίσει .

Όμως τώρα που ήταν στην ασφάλεια του όντα της, μπορούσε πλέον ελεύθερη να χαζεύει τις πολύχρωμες κορδέλες που ταξίδεψαν από την Ρωσία για να έρθουνε στα χέρια της.

Και μαζί με αυτές έγινε και ο νους εκείνη επιβάτης, που ταξίδευε προς Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα προς τον νεαρό Λάσκαρη.

Δεν έπρεπε να παρασύρεται, όμως ήθελε τόσο πολύ να τον φωνάζει με το όνομα του και όχι με της οικογένειας του ,που ήταν εχθροί.

Σαν να ήταν φίλοι, όπως ήταν παιδιά που δεν είχαν καμία έγνοια και το μόνο που έβλεπαν ήταν έναν νέο φίλο.

Πόσο τις έχουν λήψει αυτά τα χρόνια ξεγνοιασιάς και  αγνότητας.

Τότε ότι και αν έκανε δεν είχε μεγάλες συνέπειες, άντε καμία τιμωρία, γιατί ήταν παιδί και δεν γνώριζε.

Ότι όμως και αν έκανε τώρα θα μπορούσε να προκαλέσει μέχρι και πόλεμο.

Ιδικά αυτές οι κορδέλες, και ο άντρας που τις έφερε.

Γιατί ήταν πλέον άντρας σωστός, έτοιμος να αναλάβει την καπετανάτο τις σειριάς του και εκείνη γυναίκα της παντρειάς , που περίμενε ακόμη τον κατάλληλο σύζυγό.

Ακόμα και αυτές οι σκέψεις τις μπορούσαν να προκαλέσουν γδικιομό.

Το βλέμμα της πάλι έπεσε πάνω στο δώρο του.

Άρχιζε να τις ψιλαφίζει.

Το υφάσμά τους μαλακό, σαν να ήταν από μετάξι και τα χρώματα τα τους ήταν μπλέ, κόκκινο, μώβ και καφέ.

Όση ώρα της χαζεύε, τόσο μια καινούρια σκέψη δημιουργόταν στο μυαλό της.

Αυτά τα χρώματα ήταν δικά της, αυτό που της ταίριαζαν πιο πολύ, αυτά που φώτιζαν το πρόσωπο της , που έκανα τα μάτια της να λάμπουν.

Δεν γινόταν να ήταν σύμπτωση.

Η εικόνα του Αντρέι να τις διαλέγει μια μια γινόταν όλο και πιο αληθινή στη φαντασία της .

Και μαζί με αυτή τη φαντασίωση της , έπλασε κι άλλες πολλές , όπως έκανε κάθε βράδυ από την στιγμή που τον ξανά αντίκρισε μπροστά της μετά από τόσα χρόνια.

Ήταν το ένοχο μυστικό της, η μόνη στιγμή της ημέρας που στο μυαλό της τον αποκαλούσε Αντρέι και όχι Λάσκαρη.

Άλλοτε βρίσκονταν στον όρμο, με εκείνον να την πειράζει και εκείνη να γελά με τα τεχνάσματα του.

Άλλοτε την πάνω στο καράβι του και ταξίδευαν προς Ρωσία, με τις κορδέλες στα μαλλιά της και τα χέρια του στη μέση της να την αγκαλιάζουν.

Άλλοτε δίπλα από την θάλασσα, μέσα σε σπηλιές, ξαπλωμένοι και οι δύο τους στην άμμο κοιτώντας τα αστέρια.

Όλα όμως είχαν πολλές φορές την ίδια κατάληξη.

Εκείνος γυμνός από πάνω της και εκείνη με την νυχτικία της μόνο να φιλιούνται, με δυσκολία να αναπνέουν, και τα σώματα τους να πάλλονται μαζί σαν τα κύματα που σκαν πάνω στα βράχια.

Ο ρυθμός άγριος, γρήγορος χωρίς έλεος, δίχως να αφήνει χώρο για ανάσα. Το μόνο οξυγόνο ήταν το φιλί του.

Τα χέρια της γατζομένα στις πλάτες του, άφηναν χαρακές και μισοφέγγαρα σχηματισμένα από τα νύχια τις.

Τα πόδια τις γύρο από τον κορμό του, προσπαθώντας να μειώσει την ελάχιστη απόσταση που υπάρχει μετάξι τους.

Το κεφάλι του στο λαιμό της, δημιουργούσε μελανιές καθώς εξερευνούσε αυτή την περιοχή του κορμιού της.

Όλα γύρω της άσπρα.

Σιγά σιγά έχανε την επαφή της με το περιβάλλον.

Μέχρι που έφτασε στον ουρανό, στα άστρα και μπορούσε επιτέλους να πάρει ανάσα .

Εκείνος την ακολούθησε σύντομα, φιλώντας τα χείλη της σαν να ήταν διψασμένος μέρες τώρα και εκείνη ήταν το νερό του.

Εκεί τελείωναν τα περισσότερα όνειρα τις τελευταίες 4 μέρες.

Και κάθε φορά ξύπναγε μέσα στη νύχτα αναστατωμένη.

Προσπάθησε να μην το σκέφτεσαι, όμως είναι αδύνατο να ελέγξει το υποσυνείδητο του, όταν καλά καλά δεν μπορούν να ελέγξουν το μυαλό τους.

Μια μέρα ολόκληρη έμεινε ξύπνια στην προσπάθεια της να αποφύγει αυτό το απαγορευμένο θέαμα, μάταια όμως.

Έτσι αποφάσισε να το αποδεχτεί.

Το μικρό της μυστικό, που δεν θα έβγαινε ποτέ απέξω από τους τοίχους του δωματίου της .

Ξαφνικά άκουσε ένα χτυπώ στην πόρτα της.

Ξεκλείδωσε όσο πιο διακριτικά μπορούσε την πόρτα της και έλεγξε τον διάδρομο.

Όλοι ήταν κοιμισμένοι.

Ήταν ώρα να συναντήσει την Κερασίνα στις καρδιές.

Κορδέλες Where stories live. Discover now