Μια Αληθινή Ιστορία.

579 80 40
                                    


ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Η τελευταία φορά που είδα την μητέρα μου να χαμογελάει ήταν όταν ήμουν πέντε χρονών. Την ημέρα της μητέρας είχα κόψει ένα λουλουδάκι από τον κήπο της γειτόνισσας και της το έδωσα. Της άρεσε πολύ , το πρόσωπο της φωτίστηκε αμέσως με το ομορφότερο χαμόγελο που είχα δει. Τι κρίμα που δεν έκατσα να το θαυμάσω για πολύ. Βλέπετε ήμουν μικρή και δεν το εκτίμησα τότε όσο έπρεπε. Δεν μου περνούσε
καν η ιδέα από το μυαλό πως θα έκανα πολύ καιρό να το ξαναδώ.

Ο ήχος των απρόσεκτων βημάτων έφτασε αχνά στα αυτιά μου από το παράθυρο και τρύπησε το στήθος μου με δυο γνώριμα πια συναισθήματα. Φόβος και αηδία..
Έμεινα κοκαλωμένη στο κρεβάτι και κράτησα την αναπνοή μου ώστε να τον ακούσω όσο πιο καθαρά γίνεται να μπαίνει μέσα. Μόλις η εξώπορτα έκλεισε ήξερα τι θα ακολουθούσε. Πετάχτηκα από το κρεβάτι και κόλλησα το αυτί μου στην πόρτα. Στην αρχή ησυχία και υστέρα μουρμουρητά.
<< Ζωή έλα τρώμε>> με φώναξε η μητέρα μου.
Άγγιξα αργά το πόμολο, πήρα μια βαθιά ανάσα , και άνοιξα την πόρτα.
Όταν έφτασα στην κουζίνα η μητέρα μου έβαζε τα ποτήρια στο τραπέζι. Αυτός καθόταν με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της. Πέρασα από δίπλα του αθόρυβα και έκατσα στην απέναντι πλευρά. Βρομοκοπούσε αλκοόλ.
<<Τι έγινε; Νωρίς γύρισες πάλι. Ούτε σήμερα δεν βρήκες δουλειά;>>
<<Πουθενά. Δεν τους αρέσουν φαίνεται τα μούτρα μου>> είπε και γέλασε με το ίδιο του το αστείο.
<<Πάλι έπινες:>>
<<Δε μας παρατάς ...>>
Έριξα ένα προειδοποιητικό βλέμμα στην μητέρα μου.
<<Ποιος θα σε πάρει ρε Γιάννη; Ποιος θα σε πάρει έτσι όπως είσαι κάθε μέρα;>> η φωνή της ήταν δυνατή αλλά μαλακή. Φοβόταν.
<<Ρε αι στο διάολο !>> είπε αυτός και με μια απότομη κίνηση του χεριού του έριξε τα ποτήρια κάτω.
Ξανακοίταξα την μητέρα μου παρακαλώντας την με τα ματιά να μην συνεχίσει.
<<Πως θα ζήσουμε ρε Γιάννη; Όλα οι γονείς μου τα πληρώνουν σε λίγο δεν θα έχουνε ούτε αυτοί να φάνε !>>προσπαθούσε να διατηρήσει τη φωνή της σταθερή.<< Ποιος θα σε πάρει με τέτοια χάλια;>>
Αυτό ήταν.
<<Θα σου πω εγώ ποιος θα με πάρει>> είπε ο πατέρας μου. Σηκώθηκε από την καρέκλα και έδωσε σφαλιάρα στην μητέρα μου. Υστέρα κι άλλη μια. Εκείνη φώναξε από πόνο. Την έπιασε από τα μαλλιά και άρχισε να της χτυπάει το κεφάλι στο τραπέζι με μανία.
<<Άσε με!>> του φώναζε ενώ τα ματιά της είχαν γεμίσει δάκρια <<Το παιδί Γιάννη !Ζωή πήγαινε στο δωμάτιο σου!>>
Μα εγώ πια δεν άκουγα. Είχα ζαρώσει στον τοίχο ανίκανη να κάνω βήμα.
Αυτός βλαστήμησε και κρατώντας την μητέρα μου ακόμη από τα μαλλιά την πέταξε στο πάτωμα Εκείνη απεγνωσμένη προσπάθησε να προστατευτεί κάτω από το τραπέζι όσο εκείνος την κλοτσούσε. Τα δάκρια έτρεχαν ποτάμι από τα γαλάζια μου ματιά. Όχι μονό για αυτό που τα ανάγκαζα να βλέπουν, αλλά και για άλλους λογούς. Επειδή δεν είχα την δύναμη να το σταματήσω, επειδή αυτή η εικόνα χαραζόταν κάθε δευτερόλεπτο όλο και πιο βαθιά στο μυαλό , επειδή ο άνθρωπος που το έκανε αυτό στην μητέρα μου ήταν αίμα μου, ο ίδιος μου ο πατέρας που στην πραγματικότητα δεν ήταν άξιος να λέγεται ούτε πατέρας ούτε άνθρωπος.
«Σταμάτα!» φώναξα με όλη τη δύναμη που μπορούσε η φωνή μου να δώσει. Και πιστέψτε με ήταν αρκετή. Αρκετή για να τραβήξει το βλέμμα του πατέρα μου επάνω μου. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου κοιτώντας με, με ματιά θολά. Φοβόμουνα να κοιτάξω την μητέρα μου. Φοβόμουνα να πάρω τα ματιά μου από πάνω του , αλλά περισσότερο φοβόμουνα να αναπνεύσω. Είχα μείνει ακίνητη ανίκανη να κάνω οτιδήποτε εκτός από το να περιμένω το χειρότερο. Το οποίο τελικά δεν ήρθε. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα αυτός έκανε μεταβολή και έφυγε. Όταν μονό άκουσα την πόρτα να κλείνει έτρεξα στην μητέρα μου που βρισκόταν ακόμα κάτω στο πάτωμα ανήμπορη να σηκωθεί. Τη βοήθησα να κάτσει στη καρέκλα και της έφερα λίγο πάγο τυλιγμένο σε μια πετσέτα. Καμιά από τις δυο μας δεν έλεγε κουβέντα. Γονάτισα βάζοντας το κεφάλι μου στην αγκαλιά της και άφησα το ποτάμι των δακρύων μου να γίνει ακόμη μεγαλύτερο. Δεν προσπάθησε να με σταματήσει. Την ένιωσα να ξεσπάει και η ιδία. Και έτσι μείναμε αγκαλιασμένες η μια στήριγμα της άλλης , να κλαίμε η μια για τον πόνο της άλλης.

Μία Αληθινή ιστορία.Where stories live. Discover now