2.

570 81 31
                                    

Φως της ζωής μου,

   Το γράμμα μου το βάλαμε μαζί σου στο φέρετρο σήμερα. Σε είδα για μια τελευταία φορά τυλιγμένη στο αγαπημένο σου μαύρο φουστάνι -εκείνο που είχαμε πάρει από το Παρίσι. Θυμάσαι μωρό μου; Εγώ θυμάμαι- Έμοιαζες άδεια έτσι όπως ήσουν ξαπλωμένη με τα χέρια στο στήθος σου, χωρίς ίχνος ζωντάνιας. Στο πτώμα σου δεν είχε μείνει τίποτα από τον πραγματικό σου εαυτό. Σε είδα για μια τελευταία φορά σήμερα· τα κορίτσια σε είδαν για μια τελευταία φορά. Η οικογένεια σου βρισκόταν εκεί. Ο πατέρας σου όλο και χειροτερεύει, αγάπη μου, η αδερφή σου ήταν ένα ψυχολογικό ράκος, η μητέρα σου έκλαιγε. Ξέρω πόσο μισείς να τη βλέπεις στεναχωρημένη και ήθελα να κάνω κάτι. Δεν ήξερα τι να της πω αλλά όταν την πλησίασα εκείνη σταμάτησε και με αγκάλιασε.

   "Σε ευχαριστώ για όλα." Μου είπε "Σε ευχαριστώ που την πρόσεχες."

   Αλήθεια σε πρόσεχα; Γελάω λίγο επειδή πάντα εσύ ήσουν αυτή που με πρόσεχε. Εσύ ήσουν η δυνατή, εγώ ο αδύναμος. Από πάντα εσύ είχες το πάνω χέρι, αγάπη μου, εσύ δεν φοβόσουν, ήσουν ατρόμητη ακόμα και μπροστά στο θάνατο.

   Δεν πήραμε τη Λίζα μαζί μας, την αφήσαμε σπίτι μαζί με την αδερφή σου. Δεν ξέρω ακόμα πως να της το εξηγήσω· να της εξηγήσω πως δεν θα γυρίσεις, πως δεν μας μας ξαναδείς. Είναι πολύ μικρή ακόμα αλλά περίεργη, ω, πόσο περίεργη! Αυτό το πήρε από σένα, φως μου. Η αδερφή σου της είπε πως έχεις πάει ταξίδι αλλά όταν ρώτησε γιατί δεν την πήρες μαζί σου, κανένας δεν μπορούσε να απαντήσει. Η Λίζα είπε πως θα ήθελε να είχε έρθει μαζί σου και εκείνη τη στιγμή ήθελα να κλάψω ξανά. Η αδερφή σου τα μπάλωσε αλλά σύντομα θα πρέπει να της εξηγήσουμε, είναι μικρή για να καταλάβει πλήρως αλλά όσο συνεχίζει να ρωτάει απλά κάνει τα πράγματα χειρότερα.

   Σήμερα το πρωί σου είπα καλημέρα. Την είπα και μετά είδα τον κόσμο μου να καταρρέει όταν δεν απάντησες. Ήθελα τόσο πολύ να ακούσω τη φωνούλα σου να με καλημερίζει, να νιώσω τα χέρια σου να με αγκαλιάζουν. Και όταν ξύπνησα και μουρμούρισα "Καλημέρα φως μου." εσύ δεν απάντησες και το μόνο που βρισκόταν δίπλα μου ήταν άδεια σεντόνια. Άδεια, κρύα σεντόνια.

   Στο πρωινό η καρέκλα σου φάνταζε άδεια· δεν θέλω να την πετάξω αλλά δεν μπορώ να κάθομαι αντίκρυ της χωρίς εσένα εκεί να μου χαμογελάς.

   Έχεις το πιο όμορφο χαμόγελο στον κόσμο, αγάπη μου.

   Είναι άδικο που έφυγες τόσο νωρίς.

   Είσαι... ήσουν μόλις 41!

   Θα μπορούσαμε να είχαμε ζήσει τόσο πράγματα. Θα μπορούσαμε να είχαμε γεράσει μαζί, να βλέπαμε τους εαυτούς μας να μεταμορφώνονται σε ένα από αυτά τα ζευγάρια παππούδων που τσακώνονται συνέχεια. Θα μου φώναζες που ξεχνούσα τα χάπια μου και εγώ θα γκρίνιαζα για τη σύνταξη.

   Πέθανες τόσο νωρίς...

   Σε λίγες βδομάδες θα έκλεινες τα 42 αγάπη μου! Δεν ξέρω τι να σου πάρω. Θα σου έπαιρνα ίσως μια μεγάλη τούρτα και θα σου ζωγραφίζαμε κάτι με τα κορίτσια.

   Η αρρώστια μας πρόλαβε.

   Θα την φτιάξω την τούρτα, όμως. Θα την φτιάξω ακόμα και αν δεν τη φάει κανείς. Σκέφτομαι να λέει πάνω: Χρόνια Πολλά Στην Πιο Υπέροχη Γυναίκα Στον Κόσμο! Θα την κάνω φράουλα, όπως σου αρέσει, με γλάσο και αυτά τα σχέδια που μας είχαν μάθει σε εκείνα τα μαθήματα ζαχαροπλαστικής της αδερφής σου.

   Σε αγαπάω, φως μου, μην το ξεχάσεις!


Γράμματα Για ΕκείνηTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon